ῥιζόθεν
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
Adv. = ῥίζηθεν, by the roots, from the roots, Nic. Al. 257, Th. 307, Luc. Tyr. 13, QS. 6.381; ᾧ τὸ δίκαιον στήρικτο ἐγ γνώμῃ ῥιζόθεν ἐκ φύσεως = in whom justice stayed steady in his mind introduced by nature Supp.Epigr. 2.482 (Kertch); — also ῥιζόθι, Nic. Fr. 27.
German (Pape)
[Seite 842] adv., = ῥίζηθεν; Nic. Al. 257 Th. 307; auch in Prosa, ῥιζόθεν τὸ δεινὸν ἅπαν ἐκκεκομμένον, Luc. Tyrannicid. 13.
French (Bailly abrégé)
adv.
depuis la racine.
Étymologie: ῥίζα, -θεν.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζόθεν: Ἐπίρρ. = ῥίζηθεν, ἐκ τῆς ῥίζης, ἀπὸ τῆς ῥίζης, Νικ. Ἀλεξιφ. 257, Θηρ. 307, Λουκ. Τύρανν. 13· - ὡσαύτως ῥιζόθι, Νικ. Ἀποσπ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Νικ. ἐν Θηρ. 462.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. ριζηδόν
2. μτφ. εντελώς, ολοσχερώς («ῥιζόθεν τὸ δεινὸν ἄπαν ἐκκεκομμένον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. πατρό-θεν)].
Greek Monotonic
ῥιζόθεν: (ῥίζα), επίρρ., από τη ρίζα, σύρριζα, μαζί με τη ρίζα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ῥιζόθεν: adv. с корнем (ἐκκόπτειν τι Luc.).
Middle Liddell
ῥίζα
by, from the roots, Luc.