ὑποτελέω

From LSJ
Revision as of 22:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτελέω Medium diacritics: ὑποτελέω Low diacritics: υποτελέω Capitals: ΥΠΟΤΕΛΕΩ
Transliteration A: hypoteléō Transliteration B: hypoteleō Transliteration C: ypoteleo Beta Code: u(potele/w

English (LSJ)

pay, discharge, of a tribute or tax, φόρον ὑ. Hdt.1.171, X.HG1.3.9, etc.; συντάξεις, συντάξεις καὶ φόρους, Isoc. 7.2, 12.116; τὸν φόρον ὑποτελῶ Ἀθηναίοισιν IG12.39.26: abs., pay tribute, Th.3.46, Luc.Anach.30, etc.: also ὑ. ἀξίην βασιλέϊ Hdt.4.201; ὑ. ἔρανον, δῶρα, D.10.40, Plu.2.830d; μίσθωμα IG12(7).55.15 (Amorgos); ὑ. τι discharge a duty, Luc.Rh.Pr.23:—Pass., ὁ -τελεσθησόμενος ὅρκος PLond.5.1708.260 (vi A. D.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 s'acquitter d’une dette : φόρον τινί payer à qqn une contribution, un tribut, une redevance quelconque ; en gén. ὑπ. τι acquitter une dette;
2 supporter une dépense, en gén. acquitter les frais de, acc..
Étymologie: ὑποτελής.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτελέω:
1) уплачивать, вносить (ἀξίην τινί Her.; συντάξεις καὶ φόρους Isocr.; ἔρανον Dem.; δῶρα καὶ φόρους Plut.);
2) уплачивать подать или дань Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτελέω: μέλλ. -έσω, πληρώνω, ἐπὶ φόρου ἢ δασμοῦ, φόρον ὑποστ. Ἡρόδ. 1. 171, Ξενοφ. Ἑλλην. 1. 3, 9, κλπ.· συντάξεις καὶ φόρους Ἰσοκρ. 140Β, 256Ε· καὶ ἀπολ., πληρώνω φόρον, Θουκ. 3. 46, Λουκ., κλπ.· ὡσαύτως, ὑπ. ἀξίην βασιλέϊ (ἴδε ἐν λέξ. ἀξία) Ἡρόδ. 4. 201· ὑπ. ἔρανον, δῶρα Δημ. 142, 1, Πλούτ., κλπ.· ὑποτ. τι, πληρώνω χρέος τι, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 23.

Greek Monotonic

ὑποτελέω: μέλ. -έσω, αποπληρώνω, εξοφλώ οφειλή, χρέος, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., πληρώνω φόρο υποτέλειας, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. έσω
to pay off, discharge a payment, Hdt., Xen., etc.; absol. to pay tribute, Thuc.