Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναλογεῖον

From LSJ
Revision as of 10:29, 23 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλογεῖον Medium diacritics: ἀναλογεῖον Low diacritics: αναλογείον Capitals: ΑΝΑΛΟΓΕΙΟΝ
Transliteration A: analogeîon Transliteration B: analogeion Transliteration C: analogeion Beta Code: a)nalogei=on

English (LSJ)

τό, gloss on ἀναγνωστήριον, Hsch.; manuale lectorium, Gloss., cf. Poll.10.60, Hdn.Gr.2.457.

German (Pape)

[Seite 196] τό, Ort zum Aufbewahren von Nechnungsbüchern, VLL.; auch Lesepult, = ἀναγνωστήριον, Poll. 10, 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλογεῖον: καὶ ἀναλόγιον (μεταγ.), τό, «ἐν ᾧ τίθενται τὰ βιβλία» Σουΐδ., ἀναγνωστήριον, ἀναλόγιον, Πολυδ. 10. 60. ― «ἀναλόγιον, ἐφ’ οὗ ἐπίκειται ἅγιον Εὐαγγέλιον» Κωδιν. π. Ὀφφικ. 6. 2.

Greek Monolingual

αναλογείο και αναλογειό και αλογειό, το (ΑΜ ἀναλογεῖον)
εκκλησιαστικό κυρίως έπιπλο, επάνω στο οποίο τοποθετούνται τα βιβλία που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια μιας ακολουθίας (βλ. και αναλόγιο)
νεοελλ.
ο χώρος γύρω από το αναλογείο (συνήθως υψηλότερος από το δάπεδο του ναού) όπου στέκονται οι ψάλτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλογεύς < ἀνάλογος < ἀναλέγω «διαβάζω ένα σύγγραμμα απ' την αρχή μέχρι το τέλος»].

Spanish (DGE)

-ου, τό
atril Hdn.Gr.2.457, Poll.10.60, Hsch.s.u. ἀναγνωστήριον, Eu.Thom.A 15.2, Gloss.3.277.