τέκτονας

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

Greek Monolingual

ο / τέκτων, -ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α
τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ.
β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
μέλος οργάνωσης του τεκτονισμού, μασόνος
αρχ.
1. εργάτης, άτομο που ασκεί χειρωνακτική εργασίακεραοξόος τέκτων», Ομ. Ιλ.)
2. αγαλματοποιός
3. καλλιτέχνης, ποιητής ή επιστήμονας («τέκτονες σοφοὶ ἐπέων», Πίνδ.)
4. δημιουργός («γένους τέκτων», Αισχύλ.)
5. (σπάν.) σιδηρουργόςτέκτονας Δίου πυρὸς Κύκλωπας», Ευρ.)
6. (με κακή σημ.) υπαίτιος («κακών πάντων τέκτονες σοφώταται», Ευρ.)
7. είδος αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος ο οποίος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα teks- «πλέκω, εργάζομαι με τσεκούρι, συνδέω, κατασκευάζω ξυλεία οικοδομής» (για την απόδοση του ΙΕ ks- ως -κτ- στην Ελληνική, πρβλ. κτίζω: αρχ ινδ. kseti, βλ. λ. άρκτος) και αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. taksan- «ξυλουργός», αβεστ. tašan- «ξυλουργός» (πρβλ. και αρχ. ινδ. taksati «εργάζομαι με τσεκούρι, κατασκευάζω», αρχ. σλαβ. tešo, λατ. texo). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή σε έναν τ. πληθ. tekotone. Στην ίδια ρίζα, τέλος, ανάγεται και η λ. τέχνη].