ἀκλεής

From LSJ
Revision as of 17:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκλεής Medium diacritics: ἀκλεής Low diacritics: ακλεής Capitals: ΑΚΛΕΗΣ
Transliteration A: akleḗs Transliteration B: akleēs Transliteration C: akleis Beta Code: a)kleh/s

English (LSJ)

ές: acc. A -εᾶ Epigr.Gr.850, -εῆ D.H.Isoc.5, Ep. ἀκλέᾰ Od. 4.728: dat. -έϊ Nonn.D.31.42:—Ep. ἀκλειής, A.R.3.932, Call.Fr. anon.365: nom. pl. ἀκλεέες (vulg. ἀκληεῖς) Il.12.318: (κλέος):— without fame, inglorious, Hom. ll. cc., Pi.O.12.15, Hdt. prooem., E. Hipp.1028, Pl.La.179d, etc. Adv. ἀκλεῶς Hdt.5.77, Antipho 1.21; Ep. ἀκλειῶς Il.22.304: Comp. ἀκλεέστερον Jul.Or.1.28a: neut. as adverb, ἀκλεὲς αὔτως Il.7.100. 2 ignominious, ἀκλεεστάτῳ ὀλέθρῳ ἀπόλλυσθαι Lys.13.45.

Spanish (DGE)

-ές
• Alolema(s): ép. ἀκλειής A.R.3.932, Nonn.D.20.87
• Morfología: [ac. no contr. ἀκλέα Od.4.728, IG 22.3464 (III a.C.), -εῆ D.H.Isoc.5.3; dat. -έι Nonn.D.31.42; plu. nom. ἀκλεέες Il.12.318; adv. ἀκλειῶς Il.22.304, Od.1.241, 14.371]
I 1carente de fama, sin gloria, Il.12.318, Pi.O.12.15, Fr.105b, E.IA 18, Pl.La.179d, Theoc.16.31, D.H.Isoc.5, Nonn.D.20.87
neutr. como adv. ἥμενοι ... ἀκλεές Il.7.100
ignominioso ἀκλεεστάτῳ ὀλέθρῳ ἀπόλλυσθαι Lys.13.45, δεσμός Nonn.D.31.42.
2 del que no se sabe nada παῖδ' ... ἀνηρείψαντο θύελλαι ἀκλέα Od.4.728.
II adv. -ῶς
1 sin gloria, ignominiosamente μὴ ἀ. ἀπολοίμην Il.22.304, cf. Hdt.5.77, Antipho 1.21, E.Rh.752, 761, D.C.62.9.1, SB 1267.3, Philostr.Iun.Im.1.2.
2 sin dejar noticia o rastro νῦν δέ μιν ἀ. ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο Od.1.241, 14.371.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans gloire, obscur ; adv. • ἀκλεές sans gloire.
Étymologie: , κλέος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκλεής: и ἀκλειής 2
1) не стяжавший славы, т. е. безвестный, неведомый, забытый (βασιλῆες Hom.; μεγάλα ἔργα Her.);
2) бесславный, позорный (θάνατος Lys.): ἀ. γενόμενος Plat. заклейменный позором.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκλεής: -ές, γεν. -έος, αἰτ. ἀκλεᾶ, Ἰων. ἀκλεῆ, Ἐπ. ἀκλέᾰ, Ὀδ. Δ. 728, Ἐπ. ἀκλειής, Ἀπολλ. Ρόδ. 3. 932, Ποιητ. παρὰ Πλουτάρχ. 2. 38F. Νόνν. πληθ. ἀκλειεῖς ἢ ἀκληεῖς, Ἰλ. Μ. 318, Spitzn. Exc. 22: (κλεος). Ἄνευ φήμης, ἄδοξος, ὁ μὴ ὑμνηθείς, Ὅμ., Πινδ. Ο. 12, 22., Ἡροδ. προοίμ., Εὐρ., κτλ. ― Ἐπίρρ. ἀκλεῶς, Ἡρόδ. 5. 77, Ἀντιφῶν 113. 38. Ἐπ. ἀκλειῶς, Ἰλ. Χ. 304: ὡσαύτως τὸ οὐδέτερον ὡς ἐπίρρ. ἀκλεὲς αὕτως, Ἰλ. Η. 100· ― πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. ἐπιτηδές, 1, 3.

English (Autenrieth)

ές, ἀκληής, ἀκλειής (κλέος), acc. sing. ἀκλεᾶ or ἀκλέᾶ, nom. pl. ἀκληεῖς: inglorious, adv. ἀκλεὲς αὔτως, ‘all so ingloriously,’ Il. 7.100.—Adv. ἀκλειῶς.

English (Slater)

ἀκλεής inglorious τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν pr. (O. 12.15) ἀκλεὴς δἔβα fr. 105b. 3.

Greek Monolingual

ἀκλεής, -ὲς (Α) κλέος
1. ο δίχως φήμη, άδοξος
2. επονείδιστος, άτιμος
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀκλεές
ακλεώς, άδοξα.

Greek Monotonic

ἀκλεής: -ές, γεν. -έος, αιτ. ἀκλεᾱ, Ιων. ἀκλεῆ, Επικ. ἀκλέᾰ· Επικ. ἀκλειής ή ἀκληής, πληθ. ἀκλειεῖς ή ἀκληεῖς· (κλέος)· ο χωρίς δόξα, άδοξος, αυτός που δεν έχει υμνηθεί, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίρρ. ἀκλεῶς, σε Ηρόδ.· Επικ. ἀκλειῶς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης το ουδ. ἀκλεές, ως επίρρ., στο ίδ.

Middle Liddell

κλέος
without fame, inglorious, unsung, Hom., etc. adv. ἀκλεῶς, Hdt., epic ἀκλειῶς, Il., etc.: also neut. ἀκλεές as adv., Il.

English (Woodhouse)

inglorious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)