κλών
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
gen. κλωνός, ὁ, A twig, spray, slip, S.OC483, Ant.713, E.El. 324, Ion 423, Pl.Prt.334b, Thphr.CP1.3.1, LXXJb.18.13, Dsc.4.170. 2 κ. βύσσου thread or fibre, Paul.Aeg.6.13:—Dim. (in signf.1) κλῶναξ, ὁ, Hsch.; κλωνάριον, τό, Gp.12.19.9, Gloss.; κλωνίδιον, τό, ibid.; κλωνίον, τό, Thphr.HP3.13.5, 3.18.5. IG22.1468.9, AP12.256.8 (Mel.); κλωνίσκος, ὁ, Dsc.5.68.
German (Pape)
[Seite 1458] ωνός, ὁ, = κλάδος, junger Schoß, Schößling, Zweig, Theophr.; κλῶνα μυρσίνης Eur. El. 324; δαφνηφόρους κλῶνας Ion 423; νέος Plat. Prot. 334 b; Pfropfreis, Xen. Cyn. 10, 7; ἀπηόριοι Antiphil. 12 (IX, 71).
French (Bailly abrégé)
ωνός (ὁ) :
jeune pousse, rejeton, petite branche.
Étymologie: DELG κλάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλών κλωνός, ὁ [~ κλάω] tak, twijg.
Russian (Dvoretsky)
κλών: ωνός ὁ отпрыск, побег, ветвь (μυρσίνης Eur.): δαφνηφόροι κλῶνες Eur. лавровые ветви.
Spanish
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κλών: γεν. κλωνός, ὁ (κλάω), κλωνάρι, σε Σοφ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κλών: γεν. κλωνός, ὁ, (κλάω) ὡς τὸ κλάδος, «κλῶνος», «κλωνάρι», Λατ. surculus, Σοφ. Ο. Κ. 483, Ἀντ. 713, Εὐρ. Ἠλ. 324, Ἴων 423, Πλάτ., κτλ.· ― ἐντεῦθεν ὑποκορ. κλωνίον, τό, «κλωνί», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 5, Ἀνθ. Π. 12. 256, 8· κλωνάριον, τό, «κλωνάρι», Γεωπ. 12. 19, 9· καθ’ Ἡσύχ.: «κλῶναξ (ἢ κλώναξ), κλάδος»· καὶ ῥῆμ. κλωνίζω = κλαδεύω, κόπτω τοὺς κλῶνας, Σουΐδ.
Frisk Etymological English
-ωνός
Grammatical information: m.
Meaning: sprout
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: A sprout is hardly broken. Kuiper, GS Kretchmer 1956, 221f., connected the word with κλάδος branch (s.v.).
See also: s. κλάω.
Middle Liddell
κλών, γεν. κλωνός, οῦ, κλάω
a twig, spray, Soph., Eur.
Frisk Etymology German
κλών: -ωνός
{klṓn}
Grammar: m.
Meaning: Schößling, Trieb
See also: s. κλάω.
Page 1,879
English (Woodhouse)
branch, shoot, twig, young shoot
Mantoulidis Etymological
-κλωνός , ὁ (=κλωνάρι). Ἀπό τό κλάω (=σπάζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.