δευτερόω
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
English (LSJ)
A do the second time: repeat, λόγον LXXSi.7.14,al. 2 change, ὁδόν ib.Je.2.36. II δ. τινί to give one a second blow, ib. 1 Ki.26.8: c.acc., τινά slay, ib.3 Ki.21(20).20. III intr., occur twice, ib.Ge.41.32.
Spanish (DGE)
I 1tr., c. suj. de pers. hacer por segunda vez, repetir τὸ δευτερῶσαι τὰς ὁδούς σου LXX Ie.2.36, μὴ δευτερώσῃς λόγον ἐν προσευχῇ σου no repitas palabras en tu plegaria LXX Si.7.14, cf. 19.7, πατάξω αὐτὸν τῷ δόρατι ... ἅπαξ καὶ οὐ δευτερώσω αὐτῷ LXX 1Re.26.8, cf. 3Re.21.20, τὴν ... ἁρπαγήν Manes 71.7
•abs. ἐδευτέρωσαν ἐν προσκυνήσει se prosternaron por segunda vez LXX Si.50.21, εἶπεν «δευτερώσατε» ref. a una libación, LXX 3Re.18.34.
2 poner en segundo lugar, subordinar en v. pas. ἀνάβλεψον εἰς ἀέρα τὸν σήμερον παρὰ Ἀδὰμ δευτερούμενον mira hacia arriba el aire hoy subordinado por la Ascensión, Procl.CP Hom.M.65.837A.
3 discutir en segundo lugar Mac.Magn.Apocr.2.20.
4 enseñar la tradición οἱ σοφοὶ δευτεροῦσιν Hieron.Ep.121.10, cf. δευτέρωσις 4.
II intr. repetirse, suceder por segunda vez τὸ δευτερῶσαι τὸ ἐνύπνιον Φαραω δίς LXX Ge.41.32.
German (Pape)
[Seite 554] etwas zum zweitenmale thun, wiederholen, LXX.; auch δ. ἀγρόν, den Acker zum zweitenmale pflügen.
Greek (Liddell-Scott)
δευτερόω: κάμνω τι ἐκ δευτέρου, ἐπαναλαμβάνω, Ἑβδ. (Γεν. μα΄, 32, κ. ἀλλ.). ΙΙ. δ. τινι, δίδω εἴς τινα δεύτερον κτύπημα, αὐτόθι (1 Βασ. κϚ΄, 8).