μαχητής

From LSJ
Revision as of 10:33, 12 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰχητής Medium diacritics: μαχητής Low diacritics: μαχητής Capitals: ΜΑΧΗΤΗΣ
Transliteration A: machētḗs Transliteration B: machētēs Transliteration C: machitis Beta Code: maxhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, Aeol. μαχαίτας Alc.33; Dor. μαχατάς Pi.N.2.13, etc.; Lacon. μαχᾱτάρ ( μᾰχάταρ cod.) Hsch.: (μάχη):—fighter, warrior, μικρὸς μὲν ἔην δέμας ἀλλὰ μ. Il.5.801; θείειν ταχὺς ἠδὲ μ. Od.3.112; Τρῶάς φασι μ. ἔμμεναι ἄνδρας 18.261; φὼς μ. Pi.N. l. c.: as adjective, μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν his warrior heart, ib.9.26: in later Prose, LXX Jo.6.3,al.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
combattant.
Étymologie: μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

μᾰχητής:
I дор. μᾰχᾱτάς, οῦ adj. m воинственный, боевой (ἄνδρες Hom.; θυμός Pind.).
οῦ ὁ воин, боец Hom.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχητής: -οῦ, ὁ, Δωρ. μαχᾱτὰς Πίνδ., κτλ.· Λακ. μαχάταρ Ἡσύχ.· (μάχη)· - ὁ ἀνδρείως μαχόμενος πολεμιστής, Ὅμ.· μικρὸς μὲν ἔην δέμας ἀλλὰ μαχητὴς Ἰλ. Ε. 801· θείειν ταχὺς ἠδὲ μαχητὴς Ὀδ. Γ. 112· Τρῶάς φασι μαχητὰς ἔμμεναι ἄνδρας Σ. 261· φὼς μ. Πινδ. Ν. 2. 20· ἀλλ’ ὡς ἐπίθ. μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν, τὴν πολεμικὴν αὐτοῦ καρδίαν, αὐτόθι 9. 61.

English (Autenrieth)

fighter, warrior.

Greek Monolingual

ο, θηλ. μαχήτρια (ΑM μαχητής, Α αιολ.τ. μαχαίτας, δωρ. τ. μαχατάς, λακων. τ. μαχατάρ και, κατά τον Ησύχ., μαχάταρ, Μ θηλ. μαχητίς, -ίδος ή μαχῆτις -ιδος)
1. αυτός που μάχεται με ανδρεία, ο θαρραλέος ή ορμητικός πολεμιστήςΤυδεύς τοι μικρὸς μὲν ἔην δέμας, ἀλλὰ μαχητής», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που μετέχει στην πολεμική σύρραξη δύο στρατών, στρατιώτης («εἶχε γὰρ νέους μαχητὰς καὶ διαλεκτὰ φουσάτα», Διηγ. Αχιλλ.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εμμένει στις ιδέες του και τίς υπερασπίζεται με πάθος, αγωνιστής
αρχ.
ως επίθ.
μαχητικός, πολεμικός («μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μάχη- του μέλλ. του μάχομαι μαχήσομαι + κατάλ. -της].

Greek Monotonic

μᾰχητής: -οῦ, ὁ (μάχομαι), μαχητής, πολεμιστής, σε Όμηρ.· Δωρ. επίθ. μαχᾱτάς, πολεμοχαρής, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μᾰχητής, οῦ, μάχομαι
a fighter, warrior, Hom.: doric adj., μαχᾱτάς, warlike, Pind.