ὑποχθόνιος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
η, ον, Call. (v. infr.): (χθών):—under the earth, subterranean, Hes.Op.141 (v.l. ἐπιχθ-), A.R.1.647, etc.; θεοῖς ὑ. Rendic. Pont.Accad. III vol.6.43, cf. Phld.Piet.58; ἴθ' ὑποχθόνιοι E.Andr. 515 (anap.); γύπῃ ὑπ[οχθονίῃ] Call.Aet.Oxy.2080.73 ( = Fr.172); ἐχώρει -ιος, of one entering the cave of Trophonius, Philostr.VA8.19; ὑ. γενέσθαι Luc.Cont.22: cf. καταχθόνιος, χθόνιος.
French (Bailly abrégé)
ος ou poét. α, ον :
qui est sous la terre ou dans les enfers, souterrain.
Étymologie: ὑπό, χθών.
Russian (Dvoretsky)
ὑποχθόνιος: находящийся в подземном царстве, подземный (μάκαρες θνητοί Hes.): ὑ. ἰέναι Eur. отправляться в подземное царство, умирать; ὑποχθόνιοι γενόμενοι Luc. умершие.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποχθόνιος: ίη, ον, Καλλ. Ἀποσπ. 172· (χθών)· ― ὁ ὑπὸ τὴν χθόνα, ὑπόγειος, ἐπὶ τῶν θεῶν τοῦ ᾅδου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 140 (ἕτερα Ἀντίγραφα ἐπιχθ-), Εὐριπ. Ἀνδρ. 515, κλπ.· ὑπ. γενέσθαι Λουκιαν. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 22· πρβλ. καταχθόνιος, χθόνιος.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑποχθόνιος, -ίη, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
1. υπόγειος («υποχθόνια κοιλώματα»)
2. μτφ. α) ύπουλος, δόλιος («υποχθόνιος άνθρωπος»)
β) μυστικός, σκοτεινός («υποχθόνιες δυνάμεις»)
αρχ.
1. (για τους θεούς του Άδη) αυτός που βρίσκεται στον Κάτω Κόσμο («τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέονται», Ησίοδ.)
2. ο θαμμένος κάτω από την γη
3. (κατ' επέκτ.) νεκρός.
επίρρ...
υποχθονίως και υποχθόνια Ν
1. υπογείως
2. κρυφά, ύπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -χθόνιος (< χθων, χθονός «γη, έδαφος»), πρβλ. καταχθόνιος.
Greek Monotonic
ὑποχθόνιος: -ίη, -ον (χθών), αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, έδαφος, υπόγειος, σε Ησίοδ., Ευρ.
Middle Liddell
χθών
under the earth, subterranean, Hes., Eur., Anth.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ὑπό + χθών, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.