ἐπικατάρατος
English (LSJ)
[ᾰρ], ον, accursed, LXX Ge.3.14, Ep.Gal.3.10,13, IG12(9).955 (Euboea); ταῖς ἀραῖς BMus.Inscr.918.6 (Halic.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
maudit.
Étymologie: ἐπικαταράομαι.
English (Strong)
from ἐπί and a derivative of καταράομαι; imprecated, i.e. execrable: accursed.
English (Thayer)
ἐπικατάρατον (ἐπικαταράομαι to imprecate curses upon), only in Biblical and ecclesiastical use, accursed, execrable, exposed to divine vengeance, lying under God's curse: R G; Sept. often for אָרוּר).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπικατάρατος, -ον) επικαταρώμαι
1. αυτός που βαρύνεται με κατάρα, ο καταραμένος
2. αυτός που αξίζει να τον καταριέται κανείς.
Greek Monotonic
ἐπικατάρᾱτος: -ον, καταραμένος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐπικατάρᾱτος: (τᾱ) проклятый NT.
Middle Liddell
ἐπι-κατάρᾱτος, ον
yet more accursed, NTest.
Chinese
原文音譯:™pikat£ratoj 誒披-卡特-阿拉拖士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:在上-向下-咒罵的 相當於: (אָרַר)
字義溯源:被咒詛的;由(ἐπί)*=在⋯上)與(καταράομαι)=咒罵)組成;其中 (καταράομαι)出自(κατάρα)=咒詛),而 (κατάρα)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἀρά)*=咒罵)組成。法利賽人說,不明白律法的百姓,是被咒詛的( 約7:49)。經上說,不行律法的,就被咒詛( 加3:10)。然而基督為我們成為咒詛,就贖我們脫離律法的咒詛( 加3:10)
出現次數:總共(2);加(2)
譯字彙編:
1) 都是被咒詛的(1) 加3:13;
2) 是被咒詛的(1) 加3:10