στερητικός

From LSJ
Revision as of 15:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερητικός Medium diacritics: στερητικός Low diacritics: στερητικός Capitals: ΣΤΕΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sterētikós Transliteration B: sterētikos Transliteration C: steritikos Beta Code: sterhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A having a negative quality, τὰ σ. Plu.2.947c. II = ἀποφατικός, expressing privation, i.e. negative, of propositions, opp. κατηγορικός, καταφατικός, Arist.APr.25a6, al., cf. Thphr.CP6.6.3, Chrysipp.Stoic.2.52; σ. φωνή Gal.8.34. Adv. -κῶς negatively, Arist.APr.26b22; privatively, Id.Metaph.1056a29.

German (Pape)

[Seite 937] beraubend, – verneinend, im Ggstz von κατηγορικός, Arist. an. pr. 1, 18.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 privatif;
2 t. de log. négatif.
Étymologie: στερέω.

Russian (Dvoretsky)

στερητικός: лог. отрицающий, отрицательный (sc. πρότασις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

στερητικός: -ή, -όν, ὁ στερῶν, ἀποστερῶν, τὰ στερητικὰ = στερήσεις, Πλούτ. 2. 947D. ΙΙ. = ἀποφατικός, ἀρνητικός, ἐπὶ προτάσεων, ἀντίθετον τῷ κατηγορικός, καταφατικός, Ἀριστ. Ἀναλ. Πρότ. 1. 18, 1, κ. ἀλλ.· - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀρνητικῶς, αὐτόθι 1. 4, 14, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 5, 8.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στερητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ στερώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στέρηση
2. αυτός που εκφράζει στέρηση, αρνητικός, αποφατικός
νεοελλ.
φρ. α) «στερητικό μόριο»
(γρομμ.) μόριο που τίθεται ως πρώτο συνθετικό λέξης και δηλώνει άρνηση, στέρηση ή έλλειψη αυτού που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό, π.χ. ά-γαμος, νη-νεμία
β) «στερητική νόσος»
ιατρ. νόσος που οφείλεται στην απουσία ή στην ανεπάρκεια στον οργανισμό ενός ή περισσότερων στοιχείων, απολύτως απαραίτητων για την ισορροπία του ή την ανάπτυξή του, τα οποία βρίσκονται τις περισσότερες φορές στη λαμβανόμενη τροφή
γ) «στερητικό φαινόμενο» ή «στερητικό σύνδρομο»
ιατρ. όρος που αποδίδεται σε διάφορες ανώμαλες ψυχικές ή οργανικές αντιδράσεις οι οποίες παρατηρούνται μετά από στέρηση οινοπνεύματος, ναρκωτικών κ.ά.
επίρρ...
στερητικῶς Α
1. με στέρηση
2. αρνητικά, αποφατικά («τὰ τούτοις ἀντικείμενα οἷον στερητικῶς λεγόμενα», Γαλ.).