τελήεις
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
English (LSJ)
εσσα, εν, (τελέω) Ep. Adj. A = τέλειος, perfect, complete, of victims, in Il. and Od. always τεληέσσας ἑκατόμβας, i.e. hecatombs of full tale or number, or of full-grown beasts, or of beasts without blemish, Il.1.315, 2.306, Od.4.352, 17.50, al.; τελήεντες οἰωνοί birds of sure augury, as if they brought about what they betokened, opp. μαψιλόγοι, h.Merc.544 (as perhaps τελειότατος πετεηνῶν, cf. τέλειος 1.1a): in this sense Tyrt.4.2 has τελέεντ' ἔπεα sure predictions, from the form τελέεις. II Ὠκεανοῖο τελήεντος ποταμοῖο prob. the river in which all others end, or ending in itself, ever-circling, Hes. Th.242,959.
German (Pape)
[Seite 1088] εσσα, εν, 1) vollendet, woran Nichts zur Vollständigkeit und Vollkommenheit fehlt; Hom. vrbdt ἔρδειν oder ῥέζειν τεληἑσσας ἑκατόμβας, wobei nicht sowohl an die volle Zahl von hundert Rindern, als an die makellosen, vollkommen ausgewachsenen Thiere zu denken ist, welche zu solchen Opfern genommen werden mußten; ποταμὸς τελήεις heißt Hes. Th. 242 der Okeanos, der in sich selbst zurückfließende u. dadurch seinen Kreislauf vollendende Strom. – 2) vollendend, erfüllend, τελήεντες οἰωνοί, weissagende Vögel, welche sichere Vorzeichen geben und das Verkündete erfüllen, im Ggstz der μαψιλόγοι, H. h. Merc. 544. So Tyrtacus bei Plut. Lycurg. 6 ἔπεα τελέεντα, sichere Weissagungen.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
achevé, accompli, parfait : ἔρδειν τεληέσσας ἑκατόμβας IL accomplir des hécatombes de bœufs sans tache.
Étymologie: τέλος.
Russian (Dvoretsky)
τελήεις: ήεσσα, ῆεν
1) совершенный, непорочный, отборный (ἑκατόμβαι Hom.);
2) непреложный в своих предсказаниях, вещий (οἰωνοί HH);
3) сам себя замыкающий: τ. ποταμός Hes. (об Океане) сама в себя втекающая, т. е. круговая река.
Greek (Liddell-Scott)
τελήεις: εσσα, εν, (τελέω) Ἐπικ. ἐπιθ. = τέλειος, ἐπὶ θυμάτων, ἐν τῇ Ἰλ. καὶ Ὀδ. ἀείποτε, ἔρδειν ἢ ῥέζειν τεληέσσας ἑκατόμβας, δηλ. ἢ ἑκατόμβας πλήρεις τὸν ἀριθμὸν ἢ ἑκατόμβας τελείων τὴν ἡλικίαν ζῴων ἀρτίων, ἄνευ μώμου τινὸς ἢ ἐλλείψεως, Ἰλ. Α. 315, κ. ἀλλ.· τελήεντες οἰωνοί, βεβαίως προμαντεύοντές τι, οἱονεὶ ἐκτελοῦντες ὅσα προεμήνυον, ἀντίθετον τῷ μαψιλόγοι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 544· (οὕτως ἴσως τὸ τελειότατος πετεηνῶν, - πρβλ. τέλειος Ι)· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ὁ Τυρταῖ. 2. 2 ἔχει ἔπεα τελέεντα, βέβαιαι προρρήσεις, ἐξ ἀρχαιοτέρου τύπου τελέεις. ΙΙ. Ὠκεανοῖο τελήεντος ποταμοῖο, πιθ. ποταμοῦ, εἰς ὃν πάντες οἱ λοιποὶ τελευτῶσιν, ἤ, ὅστις εἰς ἑαυτὸν τελειώνει, ὡς κυκλοτερής, Ἡσ. Θεογ. 242, 959.
English (Autenrieth)
εσσα, εν: ‘rich in fulfilment,’ perfect, hecatombs.
Greek Monolingual
και τελέεις, -εσσα, -εν, Α
1. άρτιος, τέλειος («οὔ σφιν ἔρεξα τεληέσσας ἑκατόμβας», Ομ. Ιλ.)
2. (ιδίως για οιωνό) αυτός που επαληθεύεται («τεληέντων οἰωνῶν», Ύμν. Ερμ.)
3. (για προφητεία) βέβαιος («τελέεντ' ἔπεα», Τυρτ.)
4. φρ. «ὠκεανοῑο τελήεντος ποταμοῑο»
i) ποταμός στον οποίο εκβάλλουν όλοι οι άλλοι ποταμοί
ii) ωκεανός που εκβάλλει στον εαυτό του, που ανακυκλώνεται συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τελήεις < τέλος + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις) πιθ. κατά τα φωνήεις, τεχνήεις.
Greek Monotonic
τελήεις: -εσσα, -εν (τελέω)·
I. = τέλειος, λέγεται για θύματα, ἔρδειν ή ῥέζειν τεληέσσας ἑκατόμβας, εκατόμβες είτε πλήρεις στον αριθμό ή τέλειες στην ηλικία των θυσιαζομένων ζώων ή με ζώα χωρίς κάποιο σημάδι, αψεγάδιαστα, σε Ομήρ. Ιλ.· τελήεντες οἰωνοί, πουλιά που προμαντεύουν κάτι με βεβαιότητα, σε Ομηρ. Ύμν.
II. τελήεις ποταμός, λέγεται για τον Ωκεανό, ο ποταμός στον οποίο όλοι οι άλλοι τελειώνουν ή αυτός που τελειώνει στον εαυτό του ως κυκλοτερής, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
τελήεις, εσσα, εν τελέω = τέλειος
I. perfect, complete, of victims, ἔρδειν or ῥέζειν τεληέσσας ἑκατόμβας to offer hecatombs, either of full tale or number, or of full-grown beasts, or of beasts without blemish, Il.; τελήεντες οἰωνοί birds of sure augury, Hhymn.
II. τελήεις ποταμός, of Ocean, the river in which all others end, or ever-circling, Hes.