συνθεωρέω

From LSJ
Revision as of 16:49, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθεωρέω Medium diacritics: συνθεωρέω Low diacritics: συνθεωρέω Capitals: ΣΥΝΘΕΩΡΕΩ
Transliteration A: syntheōréō Transliteration B: syntheōreō Transliteration C: syntheoreo Beta Code: sunqewre/w

English (LSJ)

A contemplate or observe at the same time, Arist.PA645a12, APr.67a37, Thphr.HP1.14.4, BGU1855.4 (i B.C.); take a comprehensive survey of, Epicur.Ep.2p.55U., Nat.11.10:—Pass., Phld. Po.Herc.994.38; συνθεωρεῖσθαι . . τὴν γῆν ἀσπορήσειν it was observed also that... PTeb.61 (b).33 (ii B.C.). II act as θεωρός or go to a festival together, Ἐλευσῖνάδε Lys.8.5; τινι with one, Ar.V.1187; σ. καὶ συνευωχεῖσθαι Arist.EE1245b4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 contempler ensemble;
2 faire partie d'une députation de théores avec, τινι.
Étymologie: σύν, θεωρέω II.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θεωρέω, Att. ook ξυνθεωρέω mede- theôros zijn, met dat. met iem.. ἀκόντων ὑμῶν Ἐλευσῖνάδε ξυνθεωρεῖν dat (ik) tegen jullie wil als theôros mee was naar Eleusis [Lys.] 8.5.

Russian (Dvoretsky)

συνθεωρέω:
1) вместе смотреть, совместно рассматривать (τι Arst., Sext.);
2) участвовать в праздничной процессии (τινι Arph.; Ἐλευσῖνάδε Lys.).

Greek (Liddell-Scott)

συνθεωρέω: θεωρῶ, ἐπισκοπῶ ἢ παρατηρῶ συγχρόνως, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 5, Ἀναλυτ. Πρ. 2. 21, 8. ΙΙ. ἐνεργῶ ὡς θεωρός, ἢ πορεύομαι εἰς ἑορτὴν ἢ πανήγυριν ὁμοῦ, Ἐλευσῑνάδε Λυσίας 112. 35· τινί, μετά τινος, Ἀριστοφ. Σφ. 1187· σ. καὶ συνευωχεῖσθαι Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδ. 7. 12, 24.

Greek Monotonic

συνθεωρέω: μέλ. -ήσω, μετέχω ως θεωρὸς σε, θρησκευτική αποστολή, πορεύομαι μαζί πηγαίνοντας σε γιορτή ή πανηγύρι, σε Λυσ.· τινί, με κάποιον, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to act as θεωρός or go to a festival together, Lys.; τινί with one, Ar.

German (Pape)

mit, zugleich, zusammen sehen, betrachten; Arist. eth. Eud. 7.12; Pol. 1.9.3 und öfter, und andere Spätere; τὰ συνθεωρούμενα, S.Emp. pyrrh. 1.135; Teilnehmer einer Festgesandtschaft (θεωρία) sein, Ἐλευσῖνάδε, Lys. 8.5.