ἄποθεν
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
freq. as f.l. for ἄπωθεν (q.v.) in codd., as Th.2.81, Arist. Pol.1280b18, etc., cf. Hsch.
Spanish (DGE)
v. ἄπωθεν.
German (Pape)
[Seite 302] (ἀπό), = ἄπωθεν, aus der Ferne, fernher, Aesch. frg. 376, u. häufiger Xen. u. Sp.; ὁ ἄποθεν, der Entfernte, Arist. pol. 2, 1, 14.
French (Bailly abrégé)
ou mieux ἄπωθεν;
I. adv. 1 de loin;
2 au loin;
II. (prép.) loin de, gén..
Étymologie: ἀπό, -θε.
Russian (Dvoretsky)
ἄποθεν:
I adv.
1) издали, издалека (σφενδονᾶν Thuc.);
2) на расстоянии, далеко (οἰκεῖν Arst.): ὁ ἄ. Xen., Arst. далекий, дальний.
II в знач. praep. cum gen. вдали от (τινος Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄποθεν: ἐπίρρ., (ἀπὸ), πόρρωθεν, μακρόθεν, σφενδονᾶν, ἀκοντίζεν Θουκ. 2. 81, Ξεν., κλ.: μετὰ γεν. ἄποθεν τοῦ τείχους Αἰσχίν. 14. 12. ΙΙ. μακράν, ἐν ἀποστάσει, Θουκ. 6. 7 ἡ γῆ ἡ ἄποθεν Ξεν. Κυν. 9. 2 καὶ 16· οἰκεῖν ἄπ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 10· οἱ ἄπ. σύμμαχοι αὐτόθι 8. Ὁ παλαιὸς Ἀττ. καὶ μᾶλλον συνήθης τύπος εἶναι τὸ ἄπωθεν, ὅ ἴδε.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἄποθεν: επίρρ. (ἀπό)·
I. από μακριά, σε Θουκ., Ξεν.
II. μακριά, σε απόσταση, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
[ἀπό]
I. from afar, Thuc., Xen.
II. afar off, Thuc., Xen.
English (Woodhouse)
far off, from a distance, from afar, from far
Mantoulidis Etymological
(=ἀπό μακριά). Ἀπό τήν πρόθεση ἀπό.