ἐξαίτησις

From LSJ
Revision as of 18:10, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαίτησις Medium diacritics: ἐξαίτησις Low diacritics: εξαίτησις Capitals: ΕΞΑΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: exaítēsis Transliteration B: exaitēsis Transliteration C: eksaitisis Beta Code: e)cai/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A demanding one for punishment or torture, D.49.55, IG22.457b19 (iv B. C.), Inscr.Prien.121.26 (i B. C.). II intercession, ἡ τῶν φίλων ἐ. D.59.117. III demand for satisfaction, D.S.8 Fr.25. IV petition, prayer, PMag.Par.1.434.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 reclamación, exigencia para que alguien sea castigado o entregado, D.49.55, IG 22.457b.19, IPr.121.26 (I a.C.), D.C.55.9, Iambl.VP 133, Lib.Decl.23.5
demanda, reivindicación οἱ ... πρεσβευταὶ κατὰ τὴν ἐξαίτησιν ἀπόκρισιν ἔλαβον D.S.8.25.
2 petición, plegaria, súplica c. gen. subjet. ἡ τῶν φίλων ἐ. ὠφέλησεν αὐτόν D.59.117, c. gen. obj. τῆς πράξεως PMag.4.434, ἡ τῶν ἀγαθῶν ἐ. Cyr.Al.M.77.1269B, ἐ. πρὸς Ἥλιον PMag.4.1290, cf. Ath.Al.M.28.1552B.

German (Pape)

[Seite 865] ἡ, das Herausfordern, – a) die Forderung der Auslieferung, Dem. 49, 55. – b) die Fürbitte um Freisprechung, Dem. 59, 117.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 instance judiciaire, poursuite, réclamation;
2 intercession.
Étymologie: ἐξαιτέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαίτησις: εως ἡ
1 требование о выдаче Dem.;
2 просьба (за кого-л.), заступничество Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαίτησις: -εως, ἡ, τὸ ἀπαιτεῖν τινα πρὸς τιμωρίαν ἢ βάσανον, Δημ. 1200. 27. ΙΙ. = παραίτησις, παράκλησις, μεσιτεία, ὁ αὐτὸς 1385. 9.

Greek Monolingual

ἐξαίτησις, η (Α) εξαιτώ
1. αίτηση παραδόσεως κάποιου για τιμωρία ή βασανιστήρια («τῆς μὲν ἐξαιτήσεως ἐπέσχον», Δημοσθ.)
2. μεσολάβηση, επέμβαση
3. αίτηση για ικανοποίηση
4. παράκληση.

Greek Monotonic

ἐξαίτησις: -εως, ἡ,
I. απαίτηση κάποιου για τιμωρία, σε Δημ.
II. μεσολάβηση, μεσιτεία, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐξαίτησις, εως [from ἐξαιτέω n
I. a demanding one for punishment, Dem.
II. intercession, Dem.

Léxico de magia

petición, súplica gener. a Helios ἐξαίτησις τῆς πράξεως petición de la práctica P IV 434 ἐντυχία πρὸς Ἥλιον ἐξαιτήσεως petición a Helios que es una súplica P IV 1930 ἐξαίτησις πρὸς ἥλιον κατὰ δύσιν petición al sol en el ocaso P IV 1290 εἰ γίνεται πρὸς ἐξαίτησιν καλόν, δεῖξόν μοι ὕδωρ si el momento es bueno para la petición, muéstrame agua P XXIIb 30