νευρορραφέω
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
v. νευροραφέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
coudre avec de la corde à boyau, ressaveter.
Étymologie: νευρορράφος.
Greek (Liddell-Scott)
νευρορρᾰφέω: ῥάπτω διὰ νεύρων ἢ διορθώνω ὑποδήματα, Πλάτ. Εὐθύδ. 294Β, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 5.
Russian (Dvoretsky)
νευρορρᾰφέω: сшивать сухожилиями или сшивать зашивать, чинить (ὑποδήματα Xen.).
Middle Liddell
νευρορρᾰφέω,
to stitch or mend shoes, Xen. [from νευρορράφος
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=διορθώνω παπούτσια). Παρασύνθετο ἀπό τό νευρορράφος = νεῦρον (=σχοινί δερμάτινο) + ράπτω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τή λέξη νεῦρον (=νεῦρο, δύναμη, σχοινί): νευρά (=χορδή τόξου), νευρικός, νευρορραφῶ, νευρόσπαστος, νευρόω (=δυναμώνω), νεύρωσις.
German (Pape)
gew. νευροραφέω, mit Sehnen zusammennähen, bes. Schuhe flicken; Plat. Euthyd. 294b; ὑποδήματα, Xen. Cyr. 8.2.5.