νευρορραφέω

From LSJ
Revision as of 17:06, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρορραφέω Medium diacritics: νευρορραφέω Low diacritics: νευρορραφέω Capitals: ΝΕΥΡΟΡΡΑΦΕΩ
Transliteration A: neurorraphéō Transliteration B: neurorrapheō Transliteration C: nevrorrafeo Beta Code: neurorrafe/w

English (LSJ)

v. νευροραφέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
coudre avec de la corde à boyau, ressaveter.
Étymologie: νευρορράφος.

Greek (Liddell-Scott)

νευρορρᾰφέω: ῥάπτω διὰ νεύρων ἢ διορθώνω ὑποδήματα, Πλάτ. Εὐθύδ. 294Β, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 5.

Russian (Dvoretsky)

νευρορρᾰφέω: сшивать сухожилиями или сшивать зашивать, чинить (ὑποδήματα Xen.).

Middle Liddell

νευρορρᾰφέω,
to stitch or mend shoes, Xen. [from νευρορράφος

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=διορθώνω παπούτσια). Παρασύνθετο ἀπό τό νευρορράφος = νεῦρον (=σχοινί δερμάτινο) + ράπτω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τή λέξη νεῦρον (=νεῦρο, δύναμη, σχοινί): νευρά (=χορδή τόξου), νευρικός, νευρορραφῶ, νευρόσπαστος, νευρόω (=δυναμώνω), νεύρωσις.

German (Pape)

gew. νευροραφέω, mit Sehnen zusammennähen, bes. Schuhe flicken; Plat. Euthyd. 294b; ὑποδήματα, Xen. Cyr. 8.2.5.