ζώμευμα
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
English (LSJ)
ατος, τό, soup, ζωμεύματα put by way of joke for ὑποζώματα νεώς (v. ὑπόζωμα fin.), Ar.Eq.279.
German (Pape)
[Seite 1143] τό, Brühe, bei Ar. Equ. 279 mit kom. Anspielung auf ὑπόζωμα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
jus, bouillon.
Étymologie: ζωμεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζώμευμα -ατος, τό [ζωμεύω] saus.
Russian (Dvoretsky)
ζώμευμα: ατος τό отвар, суп (Arph. - ирон. по созвучию с ὑπόζωμα).
Greek Monolingual
ζώμευμα, το (Α) ζωμεύω
(σε κωμ. λογοπαίγνιο του Αριστοφ.) ζωμός, σούπα («καὶ φήμ' ἐξάγειν ταῑσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» — και ισχυρίζομαι ότι αυτός εξάγει ζουμί για τις τριήρεις τών Πελ. [ο Αριστοφ. εδώ παίζει με τη λέξη υποζώματα, την οποία θα περίμενε κανείς]).
Greek Monotonic
ζώμευμα: -ατος, τό, ζωμός, σούπα· ζωμεύματα, λέγεται χάριν αστειότητας αντί ὑποζώματα νεώς, (βλ. τη λέξη «ὑπόζωμα»), σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
ζώμευμα: τό, ζωμός, «σοῦπα», ζωμεύματα, κωμικ. ἀντὶ ὑποζώματα νεὼς (ἴδε ὑπόζωμα ἐν τέλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 279.
Middle Liddell
ζώμευμα, ατος, τό,
soup, ζωμεύματα put by way of joke for ὑποζώματα νεώς, Ar. [from ζωμεύω