πειρά
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ἡ, sharp point, κοπάνων A. Ch. 860 (anap.).
German (Pape)
[Seite 545] ἡ, Spitze, Schärfe, μιανθεῖσαι πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων, Aesch. Ch. 847, Schol. αἱ ἀκμαὶ τῶν ξιφῶν.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
pointe d'épée.
Étymologie: R. Περ, percer ; cf. πείρω, πόρπη, περόνη.
Greek Monolingual
ή, Α πείρω
(ποιητ. τ.) οξεία ακμή, κόψη, αιχμή («πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων», Αισχύλ.).
Russian (Dvoretsky)
πειρά: ᾶς ἡ острие, кончик (κοπάνων Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πειρά -ᾶς, ἡ [πείρω] scherpe punt.