ποικιλόβουλος
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
ον, of changeful counsel, wily, Προμηθεύς Hes.Th.521; Ὀδυσσεύς APl.4.300.5; Ἑρμείης Orph.H.28.3.
German (Pape)
[Seite 649] von mannichfaltigen, schlauen Rathschlägen; Prometheus, Hes. Th. 521, Odysseus, Ep. ad. 492 (Plan. 300).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux expédients variés, fertile en expédients.
Étymologie: ποικίλος, βουλή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλόβουλος -ον [ποικίλος, βουλή] listig.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλόβουλος: богатый на выдумки, изобретательный (Προμηθεύς Hes.).
Greek Monolingual
-ον, Α
πολυμήχανος, πανούργος («Προμηθέα ποικιλόβουλον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. πολύ-βουλος].
Greek Monotonic
ποικῐλόβουλος: -ον (βουλή), αυτός που έχει διαφορετικές γνώμες, πανούργος, σε Ησίοδ., Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόβουλος: -ον, ὁ ἔχων ποικίλας βουλάς, πολυμήχανος, πολύτροπος, Προμηθεὺς Ἡσ. Θ. 521˙ Ὀδυσσεὺς Ἀνθ. Πλαν. 300, κτλ.˙ πρβλ. αἰολόβουλος.
Middle Liddell
ποικῐλό-βουλος, ον, βουλή
of changeful counsel, wily-minded, Hes., Anth.