σπουδαρχιάω

From LSJ
Revision as of 22:09, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαρχιάω Medium diacritics: σπουδαρχιάω Low diacritics: σπουδαρχιάω Capitals: ΣΠΟΥΔΑΡΧΙΑΩ
Transliteration A: spoudarchiáō Transliteration B: spoudarchiaō Transliteration C: spoudarchiao Beta Code: spoudarxia/w

English (LSJ)

to be eager for offices of state, canvass for them, Arist.Pol.1305a31, D.C.36.39, 55.5, Them.Or.18.224a.

German (Pape)

[Seite 925] nach Aemtern od. Ehrenstellen lüstern sein, wie σπουδαρχέω; Arist. pol. 5, 5; D. C. 36, 22, vgl. Suid.; Lob. Phryn. 81.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. σπουδαρχέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπουδαρχιάω [σπουδή, ἄρχω] (ziekelijk) een politieke loopbaan nastreven, stemmen werven.

Russian (Dvoretsky)

σπουδαρχιάω: домогаться государственных должностей Arst.

Greek Monotonic

σπουδαρχιάω: ενεργώ, πασχίζω για την κατάληψη δημοσίου αξιώματος, θεσιθηρώ, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαρχιάω: εἶμαι πρόθυμος εἰς ἀπόκτησιν ἀξιώματός τινος πολιτικοῦ ἢ δημοσίας θέσεως, δραστηρίως πρὸς τοῦτο ἐνεργῶ, θεσιθηρῶ, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 5, 10, Δίων Κ. 36. 22., 55. 5, κ. ἀλλ.· - περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ εἰς Φρύνιχ. 81.

Middle Liddell

σπουδαρχιάω, [from σπουδάρχης
to canvass for office, Arist.