δίσημος
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
English (LSJ)
[ῐ], ον, A of two times, πούς Aristid.Quint.1.14 (but in Music, of four times, acc. to Elias in Cat.189.9). II of doubtful quantity, Sch.D.T.p.38H. III in Rhythm, of two time-units, χρόνος, μέγεθος, Aristox.Rhyth.2.10,31, cf. Aristid.Quint.1.14. IV of a garment, with double border, PTeb.406.17 (iii A. D.), POxy.1051.5 (iii A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1métr. de dos tiempos πούς Aristox.Rhyth.20, Aristid.Quint.33.15
•pero en mús. de cuatro tiempos, Elias in Cat.189.9, ἐν δισήμῳ γίνεται δακτυλικὸς πούς un pie dactílico se da en dos unidades de tiempo Aristox.Fr.Neap.14, de las vocales α, ι, υ porque pueden ser breves o largas, Sch.D.T.38.18, 328.36, Gramm.Pap. en JHS 29.1909.36, cf. Mar.Vict.42.17, Eust.518.2.
2 gram. con dos sentidos, de significado doble ἡ λέξις Sch.Od.9.106.
II con ribete doble de prendas de vestir κολόβιον λινοῦν δίσημον PTeb.406.17 (III d.C.), cf. PRoss.Georg.2.25.12 (II d.C.), POxy.1051.5 (III d.C.), πλόκος PMich.238.77 (I d.C.) en BL 3.115.
German (Pape)
[Seite 642] syllaba anceps, Gramm., z. B. B. A. 801, 4.
Russian (Dvoretsky)
δίσημος: стих. (лат. anceps) имеющий обоюдное количество (sc. συλλαβή).
Greek (Liddell-Scott)
δίσημος: -ον, ἀμφιβόλου ποσότητος, ποτὲ μὲν μακρός, ποτὲ δὲ βραχύς, δίχρονος, Λατ. anceps, Α. Β. 801.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίσημος, -ον)
1. (για λέξεις και φράσεις) αυτός που έχει δύο σημασίες, διφορούμενος
2. δίχρονος, αυτός που επιδέχεται δύο σημεία, το μακρό [—] ή το βραχύ υ
3. μσν.-νεοελλ. φρ. «δίσημος πους» — ρυθμική μονάδα της βυζαντινής μουσικής που αποτελείται από δύο χρονικά σημεία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίσημο
ναυτικό σήμα με δύο σημαίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -σημος < σήμα].