Γαμηλιών
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
-ῶνος, ὁ, the seventh month of the Attic year, IG1². 6.80, Arist. Mete. 343b5, Thphr. HP 7.1.2, etc. (from γαμέω, because it was the fashionable time for weddings).
English
Gamelion. Month of the Attic calendar (January/February).
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
Gamèlion (litt. mois des mariages), 7ᵉ mois attique (fin janvier - début février).
Étymologie: γαμήλιος.
Spanish (DGE)
-ῶνος, ὁ
Gamelión mes séptimo del calendario en Ática, final de Enero, principio de Febrero IG 13.6.80 (V a.C.), Lys.17.5, Arist.Mete.343b5, D.18.84, Thphr.HP 7.1.2, Fun.Mon.1043 (Atenas, imper.), en Argólide, Dinias 2, en Delos ID 1498.2 (II a.C.), en Heraclea del Latmo Milet 1.(3).150.27 (II a.C.).
Russian (Dvoretsky)
Γᾰμηλιών: ῶνος ὁ гамелион, «брачный месяц» (7-й месяц атт. календаря, соотв. второй половине января и первой февраля) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
Γαμηλιών: -ῶνος, ὁ, ὁ ἕβδομος μὴν τοῦ Ἀττικοῦ ἔτους (ἀπὸ 15 Ἰανουαρ. μέχρι 15 Φεβρουαρ.), Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 11, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 1, 2 · (ἐκ τοῦ γαμέω, ἐπειδὴ ἦτο ἡ ἐποχὴ καθ’ ἣν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐγίνοντο οἱ γάμοι · ― κατὰ τοὺς παλαιοὺς χρόνους ἐκαλεῖτο Ληναιών).
Greek Monolingual
Γαμηλιών, ο (Α) γαμήλιος
ο έβδομος μήνας του αττικού έτους κατά τον οποίο γίνονταν οι περισσότεροι γάμοι.
Greek Monotonic
Γᾰμηλιών: -ῶνος, ὁ, ο έβδομος μήνας του Αττικού χρόνου· προέρχεται από το γαμέω, επειδή ήταν η χρονική περίοδος κατά την οποία τελούνταν οι περισσότεροι γάμοι· το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου και το πρώτο του Φεβρουαρίου, σε Αριστ.
Middle Liddell
the seventh month of the Attic year, from γαμέω, because it was the fashionable time for weddings;— the last half of January and first of February, Arist.
German (Pape)
ῶνος, ὁ, der siebente att. Monat (Ende Januar und Anfang Februar), weil in ihm die meisten Ehen geschlossen wurden, Theophr. h. pl. 7.1.2.