γλυκύθυμος

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλῠκῠ́θῡμος Medium diacritics: γλυκύθυμος Low diacritics: γλυκύθυμος Capitals: ΓΛΥΚΥΘΥΜΟΣ
Transliteration A: glykýthymos Transliteration B: glykythymos Transliteration C: glykythymos Beta Code: gluku/qumos

English (LSJ)

ον, A sweet of mood, Il.20.467; of the Epicureans, Luc.Herm.16. II Act., charming the mind, delightful, ἔρως, ὕπνος, Ar.Lys.551, Nu.705.

Spanish (DGE)

(γλῠκύθῡμος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 de carácter dulce, ἀνήρ Il.20.467, de los epicúreos, Luc.Herm.16, de una mujer IKPolis 71.6 (II d.C.)
de los ojos que indican carácter dulce Adam.1.19.
2 que impresiona dulcemente el ánimo ὕπνος Ar.Nu.705, Ἔρως Ar.Lys.551.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 d'humeur douce et facile;
2 charmant, délicieux.
Étymologie: γλυκύς, θυμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλυκύθυμος -ον γλυκύς, θυμός zachtaardig, met een zacht karakter.

Russian (Dvoretsky)

γλυκύθῡμος:
1 добродушный, кроткий, мягкий, ласковый, благожелательный (ἀνήρ Hom., Plut.);
2 приятный, нежный (ὕπνος, ἔρως Arph.);
3 преданный наслаждениям, изнеженный (Ἐπικούρειοι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύθῡμος: -ον, ὁ γλυκεῖαν ἔχων ψυχήν, γλυκεῖαν διάθεσιν, Ἰλ. Υ. 467· ἐπὶ τῶν Ἐπικουρείων, Λουκ. Ἑρμοτ. 16. II. ἐνεργ., ὁ τέρπων τὸ πνεῦμα, τὴν ψυχήν, εὐφρόσυνος, τερπνός, ἔρως, ὕπνος Ἀριστοφ. Λυσ. 551, Νεφ. 705.

Greek Monolingual

γλυκύθυμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ευχάριστη διάθεση
2. ευχάριστοςγλυκύθυμος ὕπνος, ἔρως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + -θυμος < θυμός «ψυχική διάθεση»].

Greek Monotonic

γλῠκύθῡμος: -ον, I. αυτός που έχει γλυκιά ψυχή, γλυκιά διάθεση, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Ενεργ., αυτός που τέρπει το πνεύμα, την ψυχή, ο ευφρόσυνος, ο σαγηνευτικός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


I. sweet-minded, sweet of mood, Il.
II. act. charming the mind, delightful. Ar.

German (Pape)

[ῡ],
1 mild, freundlich gesinnt, οὐ γάρ τι γλ. ἀνὴρ ἦν οὐδ' ἀγανόφρων, ἀλλὰ μάλ' ἐμμεμαώς Il. 20.467, ἅπαξ εἰρημ.; die Behaglichkeit liebend, Luc. Hermot. 16, von den Epikuräern.
2 das Gemüt erfreuend, behaglich, ἔρως, ὕπνος, Ar. Lys. 551, Nub. 696; μέλος Bion.