Λυδία
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
Ion. Λυδίη, ἡ, Lydia, Hdt.1.79, etc.:—hence Λυδιακά, τά, a history of Lydia, by Xanthus, Ath.12.515e: Λῡδικὴ ἀρχή, Lydian, empire, Hdt.1.72.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
la Lydie.
Étymologie: Λυδός.
French (New Testament)
ας (ἡ) Lydie, femme originaire de Thyatire, vendeuse de pourpre, première Européenne convertie par Paul
Russian (Dvoretsky)
Λῡδία: ион. Λῡδίη ἡ Лидия (страна в М. Азии) Her. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Λῡδία: ἡ, τὸ βασίλειον τοῦ Κροίσου ἐν τῇ Μικρᾷ Ἀσίᾳ, μετὰ ταῦτα Περσικὴ σατραπεία, Ἡρόδ., κτλ.· - τὰ Λυδιακά, ἡ ἱστορία τῆς Λυδίας ὑπὸ τοῦ Ξάνθου, Ἀθήν. 515Ε.
English (Strong)
properly, feminine of Ludios (of foreign origin) (a Lydian, in Asia Minor); Lydia, a Christian woman: Lydia.
English (Thayer)
Λυδιας, ἡ, Lydia, a woman of Thyatira, a seller of purple, converted by Paul to the Christian faith: Acts 16:14,40. The name was borne by other women also, Horat. carm. 1,8; 3,9.
Greek Monotonic
Λῡδία: ἡ, βασίλειο του Κροίσου στη Μ. Ασία· έπειτα, Περσική σατραπεία, σε Ηρόδ.· τὰ Λυδιακά, η ιστορία της Λυδίας από τον Ξάνθο.
Middle Liddell
Λῡδία, ἡ,
Lydia, in Asia Minor, Hdt.
Chinese
原文音譯:Lud⋯a 呂笛阿
詞類次數:專有名詞(2)
原文字根:呂底亞
字義溯源:呂底亞;在推雅推喇賣紫布的婦人,她和她一家得救受浸後,就強留保羅等人住在她家中。字義:挑動
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 呂底亞(2) 徒16:14; 徒16:40