πρόμοιρος

From LSJ
Revision as of 15:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόμοιρος Medium diacritics: πρόμοιρος Low diacritics: πρόμοιρος Capitals: ΠΡΟΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: prómoiros Transliteration B: promoiros Transliteration C: promoiros Beta Code: pro/moiros

English (LSJ)

ον, (μοῖρα) A before the destined term, i.e. untimely, of death, Ael.Fr.49, Man.1.276. 2 of persons, doomed to untimely death, AP11.159 (Lucill.); in epitaphs, dead before their time, Epigr. Gr.418 (Cyrene), IG14.1386.3 (Alba), 1521 (Rome). Adv. -ρως ib. 1932 (ibid.), BMus.Inscr.794.10 (Cnidus).

German (Pape)

[Seite 735] vor dem Geschick; θάνατος, frühzeitig, Ael. bei Suid. νεολαία, s. Epigr. in Jac. Anth. XII p. 292; auch adv., προμοίρως θανεῖν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui devance les destins, prématuré.
Étymologie: πρό, μοῖρα.

Russian (Dvoretsky)

πρόμοιρος: постигнутый безвременной смертью или обреченный на безвременную кончину Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πρόμοιρος: -ον, (μοῖρα) πρὸ τοῦ ὑπὸ τῆς μοίρας ὡρισμένου χρόνου, πρόωρος, ἄωρος, ἐπὶ θανάτου, Ἀνθ. Π. 11. 159, Μανέθων 1. 276. 2) ἐν ἐπιταφίοις ἐπὶ προσώπων, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 418, 631, 707· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., προμοίρως εἰς θανάτοιο τέλος ἀπερχομένῳ IGSI 1932, 1.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και πρόμοιρις, -οίριος, Α
1. ο πριν από τον καθορισμένο από τη μοίρα χρόνο θάνατος, ο πρόωρος θάνατος
2. (για πρόσωπο) α) αυτός που πέθανε πρόωρα
β) ο καταδικασμένος σε πρόωρο θάνατο.
επίρρ...
προμοίρως
με πρόωρο θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μοιρος (< μοῖρα)].

Greek Monotonic

πρόμοιρος: -ον (μοῖρα), αυτός που ανήκει στον προηγούμενο από τη μοίρα ορισμένο χρόνο, δηλ. πρόωρος, λέγεται για τον θάνατο, σε Ανθ.

Middle Liddell

πρό-μοιρος, ον, μοῖρα
before the destined term, i. e. untimely, of death, Anth.