οὐδεπώποτε
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
Conj. and Adv. and not yet ever, never yet at any time, usually of the past, as S.Ph.250, And.1.22, Pl.Prt.313c: later of the fut., οὐδεπώποτε ἀπολαύσομεν Them.Or.26.330a; v. οὐδέποτε.
German (Pape)
[Seite 410] noch niemals; c, aor., Soph. Phil. 250, wie Plat. Conv. 175 b; διείλεξαι, Prot. 313 b. Erst bei Sp. mit praes. u. fut., vgl. Lob. Phryn. 458, s. auch οὐπώποτε.
French (Bailly abrégé)
adv.
jamais jusqu’à présent, jamais encore.
Étymologie: οὐδέ, πώποτε.
Russian (Dvoretsky)
οὐδεπώποτε: adv. тж. раздельно никогда еще: πῶς γὰρ κάτοιδ᾽ ὅν γ᾽ εἶδον οὐ.; Soph. как мне знать того, кого я никогда еще не видел?
Greek (Liddell-Scott)
οὐδεπώποτε: Ἐπίρρ., ἀείποτε ἐπὶ παρελθόντος, ὡς: πῶς γὰρ κάτοιδ’ ὅν γ’ εἶδον οὐδεπώποτε, πῶς νὰ γνωρίζω ἄνθρωπον τὸν ὁποῖον οὐδέποτε εἶδον εἰς τὴν ζωήν μου; Σοφοκλ. Φιλ. 250, Ἀνδοκ. 4. 11, Πλάτ. Πρωτ. 313Β· ἴδε ἐν λέξ. οὐδέποτε.
Greek Monolingual
οὐδεπώποτε (Α)
(επίρρ. και σύνδ.) ποτέ έως τώρα, ουδέποτε ακόμη («ὅν γ' εἶδον οὐδεπώποτε», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + πώποτε «ποτέ ως τώρα» (πρβλ. μηδε-πώποτε)].
Greek Monotonic
οὐδεπώποτε: επίρρ., όχι ακόμη σε κάποια χρονική στιγμή, ακόμη ποτέ, ποτέ μέχρι τώρα, σε Σοφ., Πλάτ.
Middle Liddell
nor yet at any time, never yet at any time, Soph., Plat.