παίδευμα

From LSJ
Revision as of 22:20, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παίδευμα Medium diacritics: παίδευμα Low diacritics: παίδευμα Capitals: ΠΑΙΔΕΥΜΑ
Transliteration A: paídeuma Transliteration B: paideuma Transliteration C: paidevma Beta Code: pai/deuma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is reared up or that which is educated, i.e. nursling, scholar, pupil, E.El.887; [ὑμεῖς] παιδεύματα θεῶν ὄντες Pl.Ti. 24d; μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματ' E.Andr.1100; πόντου παιδεύματα = alumni of the ocean, of fish, Id.Fr.27.5 (lyr.): in plural, of a single object, Id.Hipp. 11. II thing taught, subject of instruction, S.Fr.1120.3, Pl.Lg. 747c(pl.), X.Oec.7.6, D.60.16(pl.), Arist.Pol.1338a11(pl.). 2 means of instruction, κακόν τι π. ἦν ἄρ'… ὁ πλοῦτος E.Fr.54.

German (Pape)

[Seite 439] τό, das Erzogene, Gegenstand der Erziehung, Zögling, Eur. El. 887; auch im plur., ἁγνοῦ Πιτθέως παιδεύματα, Hipp. 11, von Einem, vgl. Andr. 1102; γεννήματα καὶ παιδεύματα θεῶν ὄντες, Plat. Tim. 24 d. – Der Gegenstand des Unterrichts, καλὰ τὰ παιδεύματα καὶ προσήκοντα γίγνοιτ' ἄν, Plat. Legg. V, 747 c; Xen. Oec. 7, 6 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce qu’on a élevé ou instruit, élève, disciple ; poét. les poissons, les nourrissons de la mer;
2 ce qu'on a appris, connaissance, savoir.
Étymologie: παιδεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παίδευμα -ατος, τό [παιδεύω] leerling:. παιδεύματα θεῶν leerlingen van de goden Plat. Tim. 24d; μῆλα … Παρνασίας παιδεύματ’ schapen, grootgebracht op de Parnassus Eur. Andr. 1101. leerstof.

Russian (Dvoretsky)

παίδευμα: ατος τό
1 предмет обучения или преподавания, дисциплина, наука (παιδεύματα καλὰ καὶ προσήκοντα Plat.);
2 тж. pl. воспитанник, питомец (γεννήματα καὶ παιδεύματα θεῶν Plat.): Πιτθέως παιδεύματα Eur. = Ἱππόλυτος; πόντου παιδεύματα Plut. = ἰχθύες; μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματα Eur. овцы, вскормленные лесистым Парнассом.

Greek Monolingual

παίδευμα, τὸ (Α) παιδεύω
1. αυτός που εκπαιδεύεται, ο μαθητής, ο τρόφιμος («γεννήματα καὶ παιδεύματα θεῶν ὂντες», Πλάτ.)
2. (και τον πληθ. για ένα μόνο πρόσ.) δημιούργημα, ανάθρεμμα («Ιππόλυτος, αγνού Πιτθέως παιδεύματα», Ευρ.)
3. (για ζώα) θρέμμα («πόντου παιδεύματα», Ευρ.)
4. το αντικείμενο της διδασκαλίας, μάθημα («ταῦτα μὲν τὰ παιδεύματα καὶ ταύτας τὰς μαθήσεις ἑαυτῶν εἶναι χάριν», Αριστοτ.)
5. μέσο εκπαίδευσης («κακόν τι παίδευμα ἦν ἄρ'... ὁ πλοῦτος», Ευρ.).

Greek Monotonic

παίδευμα: -ατος, τό (παιδεύω
I. αυτό το οποίο ανατρέφεται, που διδάσκεται, νήπιο, σχολιαρούδι, μαθητής, σε Ευρ. κ.λπ.· μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματ', στον ίδ.· στον πληθ. λέγεται για ένα μόνο πράγμα, στον ίδ.
II. οτιδήποτε μπορεί να διδαχθεί, αντικείμενο διδασκαλίας, μάθημα, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

παίδευμα: τό, τὸ ἐκπαιδευθὲν ὑπό τινος, μαθητής, τρόφιμος, θρέμμα, Εὐρ. Ἠλ. 887, Πλάτ. Τίμ. 24D, κτλ.˙ μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματα, πρόβατα τῆς φυλλάδος θρέμματα τοῦ Παρνασσοῦ, Εὐρ. Ἀνδρ. 1100˙ πόντου παιδεύματα, ἐπὶ ἰχθύων, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 98Ε˙ - συχν. ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς μόνου προσώπου ἢ πράγματος, Ἱππόλυτος, ἁγνοῦ Πιτθέως παιδεύματα Εὐρ. Ἱππ. 11, Πλάτ. Τίμ. 24D· πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1051. ΙΙ. πρᾶγμα διδασκόμενον, ὑπόθεσις διδασκαλίας, μάθημα, μουσικῆς παιδεύματα, Σοφοκλ. (;) Ἀποσπ. 779, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 747C, Ξεν. Οἰκ. 7, 6, Ἀριστ. Πολιτ. 8. 3, 11.

Middle Liddell

παίδευμα, ατος, τό, παιδεύω
I. that which is reared up, taught, a nursling, scholar, pupil, Eur., etc.; μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας παιδεύματ' Eur.:—in pl. of a single object, Eur.
II. a thing taught, subject of instruction, lesson, Xen.

English (Woodhouse)

pupil

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)