νεόρραντος

From LSJ
Revision as of 12:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόρραντος Medium diacritics: νεόρραντος Low diacritics: νεόρραντος Capitals: ΝΕΟΡΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: neórrantos Transliteration B: neorrantos Transliteration C: neorrantos Beta Code: neo/rrantos

English (LSJ)

ον, (ῥαίνω) newly sprinkled, ν. ξίφος a fresh-reeking sword, S.Aj.30, 828; δάκρυα ν. newly shed, Aristid. Or.24 (44). 44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
récemment trempé.
Étymologie: νέος, ῥαίνω.

German (Pape)

frisch besprengt, benetzt, ξίφος, Soph. Aj. 30, 815.

Russian (Dvoretsky)

νεόρραντος: недавно окропленный (кровью), покрытый свежей кровью (ξίφος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόρραντος: -ον, (ραίνω) ὁ νεωστὶ ῥαντισθείς, ν. ξίφος, νεοβρεγμένον (ἐκ τοῦ αἵματος) Σοφ. Αἴ. 30, 828· δάκρυα ν., νεωστὶ χυθέντα, Ἀριστείδ. 2. 395D.

Greek Monolingual

νεόρραντος, -ον (Α)
1. αυτός που ραντίστηκε πρόσφατα («μόνον πηδῶντα πεδία σὺν νεορράντῳ ξίφει», Σοφ.)
2. αυτός που χύθηκε πρόσφατα («δάκρυα νεόρραντα», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -(ρ)ραντος (< ῥαίνω), πρβλ. πολύ-ρραντος].

Greek Monotonic

νεόρραντος: -ον (ῥαίνω), φρεσκοραντισμένος, σε Σοφ.

Middle Liddell

νεόρ-ραντος, ον ῥαίνω
fresh-reeking, Soph.