πολύδενδρος

From LSJ
Revision as of 14:01, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́δενδρος Medium diacritics: πολύδενδρος Low diacritics: πολύδενδρος Capitals: ΠΟΛΥΔΕΝΔΡΟΣ
Transliteration A: polýdendros Transliteration B: polydendros Transliteration C: polydendros Beta Code: polu/dendros

English (LSJ)

ον, abounding in trees, of a country, Str.17.3.4: heterocl. dat. pl. πολυδένδρεσσιν Ὀλύμπου θαλάμαις = deep-wooded coverts of Olympus, much-wooded coverts of Olympos E.Ba.560 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 661] = Vorigem; Eur. hat den dat. plur. πολυδένδρεσσιν (s. δένδρος), Bacch. 560.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en arbres.
Étymologie: πολύς, δένδρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύδενδρος -ον, ep. πολυδένδρεος [πολύς, δένδρον] dat. plur. πολυδένδρεσσι, bosrijk.

Russian (Dvoretsky)

πολύδενδρος: (dat. pl. πολυδένδρεσσι) Eur. = πολυδένδρεος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύδενδρος, -ον, ΝΜΑ, και πολύδεντρος Ν
(για τόπο) αυτός που έχει πολλά δέντρα, ο κατάφυτος από δέντρα (α. «ώς μέσα εις τα πολύδενδρα δάση... εισπνέει το... φύσημα», Κάλβ.
β. «μεγαλόδενδρός τε καὶ πολύδενδρος ὑπερβαλλόντως ἐστὶ και πάμφορος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δένδρον (πρβλ. ά-δενδρος)].

Greek Monotonic

πολύδενδρος: -ον (δένδρον), αυτός που έχει πολλά δέντρα, άφθονος σε δέντρα, ετερόκλ. δοτ. πληθ. πολυδένδρεσσι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδενδρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ δένδρα, πλούσιος εἰς ἀφθονίαν δένδρων, ἐπὶ χώρας, Στράβ. 826· ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. πολυδένδρεσσι Εὐρ. Βάκχ. 560.

Middle Liddell

πολύ-δενδρος, ον, δένδρον
with many trees, abounding in trees, heterocl. dat. pl. πολυδένδρεσσι Eur.