περιξέω

From LSJ
Revision as of 21:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιξέω Medium diacritics: περιξέω Low diacritics: περιξέω Capitals: ΠΕΡΙΞΕΩ
Transliteration A: perixéō Transliteration B: perixeō Transliteration C: perikseo Beta Code: perice/w

English (LSJ)

A polish all round, Theoc.22.50, Supp.Epigr.4.446.13 (Didyma, iii B.C.), Gal.UP16.11:—Pass., Lib.Or.18.219. 2 scrape all round, Hp.Mul.2.144.

German (Pape)

[Seite 584] (s. ξέω), ringsum behauen, glätten, πέτρους Theocr. 22, 50.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
poli tout autour.
Étymologie: περί, ξέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ξέω polijsten, afschrapen.

Russian (Dvoretsky)

περιξέω: обтесывать кругом (πέτρους Theocr.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. ξέω γύρω γύρω, καθιστώ λεία μια κυκλοτερή επιφάνεια
2. στιλβώνω ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ξέω «χαράζω», αλλά και «στιλβώνω»].

Greek Monotonic

περιξέω: μέλ. -έσω, ξύνω, γυαλίζω ολόγυρα, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

περιξέω: μέλλ. -έσω, ξέω ὁλόγυρα, Θεόκρ. 22. 50, Κλήμ. Ἀλ. 45.

Middle Liddell

fut. έσω
to polish all round, Theocr.