πολυκαγκής

From LSJ
Revision as of 15:40, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυκαγκής Medium diacritics: πολυκαγκής Low diacritics: πολυκαγκής Capitals: ΠΟΛΥΚΑΓΚΗΣ
Transliteration A: polykankḗs Transliteration B: polykankēs Transliteration C: polykagkis Beta Code: polukagkh/s

English (LSJ)

ές, (κάγκω, καίω) A parching, δίψα Il.11.642. 2 very dry, χώρη AP9.678.

German (Pape)

[Seite 663] ές, sehr trocken u. dürr, χώρα, Ep. ad. (IX, 678); sehr trocknend, ausdörrend, δίψα, Il. 11, 642.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui dessèche, qui brûle.
Étymologie: πολύς, *κάγκω, c. καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκαγκής -ές [πολύς, ~ κάγκανος] zeer droog, brandend:. π. δίψα brandende dorst Il. 11.642.

Russian (Dvoretsky)

πολυκαγκής:
1 иссушающий, жгучий (δίψα Hom.);
2 сухой, высохший (χώρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκαγκής: -ές, (κάγκω, καίω) ὁ πολὺ ξηραίνων, στεγνώνων, φλογερός, δίψαι Ἰλ. Λ. 642· ― λίαν ξηρός, κατάξηρος, χώρα Ἀνθ. Π. 9. 678. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυκαγκέος· πολυξήρου».

English (Autenrieth)

ές (κάγκανος): very dry, parching, Il. 11.642†.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που ξηραίνει, που στεγνώνει πολύ («τῷ δ' ἀφέτην πολυκαγκέα δίψαν», Ομ.ιλ.)
2. φλογερός
3. πολύ ξηρός, κατάστεγνοςπολυκαγκής χώρα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -καγκής < θ. καγκ- της λ. κάγκανος «ξηρός, κατάξερος» κατά τα σιγμόληκτα (βλ. λ. κάγκανος)].

Greek Monotonic

πολῠκαγκής: -ές (καίω
I. πολύ ξηρός ή καψαλισμένος, δίψαι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. πολύ ξηρός, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολῠ-καγκής, ές καίω
I. drying or parching exceedingly, δίψαι Il.
II. very dry, Anth.