ἀσυμπαγής

From LSJ
Revision as of 18:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυμπᾰγής Medium diacritics: ἀσυμπαγής Low diacritics: ασυμπαγής Capitals: ΑΣΥΜΠΑΓΗΣ
Transliteration A: asympagḗs Transliteration B: asympagēs Transliteration C: asympagis Beta Code: a)sumpagh/s

English (LSJ)

ές, not compact, Luc.Anach.24.

Spanish (DGE)

-ές
no compacto o mal compactado τὰ (γυναικεῖα σώματα) δὲ ἔκλυτα καὶ ἀσυμπαγῆ Luc.Abd.28, cf. Anach.24.

German (Pape)

[Seite 380] ές, nicht zusammengefügt, dah. nicht derb, neben ἁπαλός Luc. Gymn. 24.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non compacte, lâche.
Étymologie: , συμπήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυμπᾰγής: досл. плохо сбитый, рыхлый, перен. слабый, незакаленный (σώματα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμπᾰγής: -ές, οὐχὶ συμπαγής, Λουκ. Γυμν. 24.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀσυμπαγής, -ές)
ο μη συμπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συμπαγής < συμπήγνυμι, -ύω].

Greek Monotonic

ἀσυμπᾰγής: -ές (συμπήγνυμι), αυτός που δεν είναι συμπαγής, πυκνός, σφιχτός, σε Λουκ.

Middle Liddell

συμπήγνυμι
not compact, Luc.