ἠριπόλη

From LSJ
Revision as of 20:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠριπόλη Medium diacritics: ἠριπόλη Low diacritics: ηριπόλη Capitals: ΗΡΙΠΟΛΗ
Transliteration A: ēripólē Transliteration B: ēripolē Transliteration C: iripoli Beta Code: h)ripo/lh

English (LSJ)

ἡ, (πολέω) early-walking: hence, dawn, AP5.227 (Paul. Sil.), 253 (ld.).

German (Pape)

[Seite 1176] ἡ, die früh Wandelnde, Eos, dah. der Morgen, ἄχρι δωδεκάτης ἠριπόλης Paul. Sil. 24 (V, 254), vgl. 22 (V, 228).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
l'Aurore, le jour.
Étymologie: ἦρι, πολέω.

Russian (Dvoretsky)

ἠρῐπόλη: ἡ появляющаяся ранним утром, т. е. заря, рассвет (φέγγος ἠριπόλης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠριπόλη: ἡ, (πολέω) ἡ τὸ πρωὶ περιφερομένη, βαδίζουσα, ἀκολούθως ὡς τὸ ἠριγένεια, ἡ πρωία, ἡ ἠώς, Ἀνθ. Π. 5. 228, 254.

Greek Monolingual

ἠριπόλη, ή (Α)
αυτή που βαδίζει το πρωί, η αυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρι «νωρίς, πρωί» + -πόλη, θηλ. του -πόλος < πέλομαι «βαδίζω»].

Greek Monotonic

ἠριπόλη: ἡ (πολέω), αυτή που βαδίζει το πρωί· ως ουσ., όπως το ἠριγένεια, το πρωί, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἠρι-πόλη, ἡ, πολέω
early-walking: as substantive the morn, Anth.