τιτθός

From LSJ
Revision as of 13:04, 11 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιτθός Medium diacritics: τιτθός Low diacritics: τιτθός Capitals: ΤΙΤΘΟΣ
Transliteration A: titthós Transliteration B: titthos Transliteration C: titthos Beta Code: titqo/s

English (LSJ)

ὁ, a woman's
A breast, Hp.Aph.5.40, Ar.Th.640, Lys.1.10, IG22.1534.223,281; ἡ θηλὴ τοῦ τιτθοῦ = the nipple of the breast Gal.UP15.7: rarely the male breast, Id.4.600, AP12.95 (Mel.): pl., of an animal's teats, Gal.6.673,684; οἱ ἐν τοῖς τιτθοῖς ἀδένες καλοῦνται οὔθατα ib.774.
II nurser, rearer, = τροφός, Ph.1.166 (v.l. for τιτθαί); cf. τίτθη.

German (Pape)

[Seite 1121] ὁ, = τιτθή, Brustwarze, Mutterbrust; Ar. Th. 640; τιτθὸν δοῦναι παιδίῳ, Lys. 1, 10. Seltener von der männlichen Brust, Jac. A. P. 753. – Auch = τροφός, Nährer, Pfleger.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
bout de sein.
Étymologie: R. Θα, sucer, têter.

Russian (Dvoretsky)

τιτθός:θάομαι I] сосок груди, тж. женская грудь Lys., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

τιτθός: ὁ, (*θάω) ὁ μαστὸς ἢ ἡ θηλὴ τοῦ μαστοῦ γυναικός, κοινῶς «ῥῶγα τοῦ βυζιοῦ» - «τιτθοί· μαστοὶ ἢ τῶν μαζῶν τὰ ἄκρα» (Φώτ.), Ἱππ. Ἀφορ. 1254, Ἀριστοφ. Θεσμ. 640, Λυσίας 92. 32, 38· σπανίως ἡ τοῦ ἀνδρός, Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 573· «οἱ δὲ μαστοὶ καὶ τιτθοὶ καλοῦνται» Πολυδ. Β΄, 163: ΙΙ. ὁ τρέφων, ἀνατρέφων, ὡς τὸ τροφός, Φίλων 1. 166, πρβλ. τίτθη.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ο γυναικείος μαστός, καθώς και η θηλή του («ἡ γυνὴ ἀπῄει κάτω καθευδήσουσα ὡς τὸ παιδίον, ἵνα τὸν τιτθὸν αὐτῷ διδῷ καὶ μὴ βοᾷ», Λυσ.)
2. (σπάν.) ο ανδρικός μαστός
3. άτομο που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το θηλ. τίτθη «τροφός, βυζάχτρα»].

Greek Monotonic

τιτθός: ὁ (*θάω), θηλή γυναικείου μαστού, ρώγα, σε Λυσ.

Middle Liddell

τιτθός, οῦ, ὁ, [*θάω]
a teat, nipple, Lys..