ἀντηρέτης

From LSJ
Revision as of 16:38, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντηρέτης Medium diacritics: ἀντηρέτης Low diacritics: αντηρέτης Capitals: ΑΝΤΗΡΕΤΗΣ
Transliteration A: antērétēs Transliteration B: antēretēs Transliteration C: antiretis Beta Code: a)nthre/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἐρέτης) properly, one who rows against another, cf. AB411: generally, opponent, adversary, A. Th.284,595; ἀ. δορός τινι ib.997 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ el que rema enfrente, AB 411, EM 112.40G.
fig. adversario ἀντηρέτας ἐχθροῖσι que reman contra el enemigo A.Th.283, δορὸς τῷδ' ἀντηρέτας remero de la lanza (e.d. lancero) contrario a éste A.Th.992, cf. 595.

German (Pape)

[Seite 248] ὁ, eigtl. Gegenruderer; übh. Gegner, Widersacher, δορός τινι Aesch. Sept. 981; ἐχθροῖς 265. 577.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui rame à la rencontre de, càd adversaire.
Étymologie: ἀντί, ἐρέτης.

Russian (Dvoretsky)

ἀντηρέτης: ου ὁ досл. гребущий в обратном направлении, перен. противник (τινί Aesch.): δορός τινι ἀ. Aesch. сражающийся против кого-л. с копьем в руке.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντηρέτης: -ου, ὁ, (ἐρέτης) κυρίως ὁ κωπηλατῶν ἐναντίον ἑτέρου, «ἀντηρέτης: ὁ ἀντικαθεζόμενος τῷ ἐλαύνοντι» Α. Β. 411, 6: ἐν γένει ἀντίπαλος, ἀνταγωνιστής, ἐχθρός, Αἰσχύλ. Θ. 283, 595· δορός γε τῷδ’ ἀντηρέτας αὐτόθι 993.

Greek Monolingual

ἀντηρέτης, ο (Α) ερέτης
1.αυτός που κωπηλατεί καθισμένος απέναντι από κάποιον άλλο
2.ο αντίπαλος, ο εχθρός.

Greek Monotonic

ἀντηρέτης: -ου, ὁ (ἐρέτης), κυρίως, κωπηλάτης απέναντι σε άλλον· γενικά, αντίπαλος, ανταγωνιστής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐρέτης
properly, one who rows against another: generally an adversary, Aesch.