θυσιάζω
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
sacrifice, μῆλα Strato Com.1.21; θυσίαν, θυσίασμα, LXX 2 Ch.7.5, 2 Es.6.3; ὑπέρ τινος dub. l. in Lys.6.4; ὑπὲρ τοῦ δήμου OGI339.36 (Sestos, ii B.C.); τῷ Διὶ ὑπὲρ τῶν πλοϊζομένων ib.199.36 (Adule); θ. τῷ θεῷ καὶ βακχεύειν D.S.4.3: abs., LXX 1 Ch.21.28, al., IG3.74.16, etc.: θυσιάζουσαι, αἱ, title of mime by Herodas.
German (Pape)
[Seite 1228] opfern; μῆλα Strato bei Ath. VIII, 382 e; ἱερεῖα Luc. Hermot. 57; a. Sp., wie D. Sic. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
offrir un sacrifice.
Étymologie: θυσία.
Russian (Dvoretsky)
θῠσιάζω: совершать жертвоприношения, приносить жертвы (τινί Luc.; θεῷ Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
θῠσιάζω: μέλλ. -άσω, ὡς τὸ θύω, ὡς καὶ νῦν, βοῦν, μῆλα Στράτων παρ’ Ἀθην. 382Ε· ὑπέρ τινος Λυσ. 103. 31. 2) θ. τινί, προσφέρω ὡς θυσίαν εἴς τινα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2423b· τινὶ ὑπέρ τινος 5127Β. 37· θ. τῷ θεῷ καὶ βακχεύειν Διόδ. 4. 3. 3) μετ’ αἰτ., τοὺς... βωμοὺς θ., θυσιάζω ἐπὶ τῶν β., ὁ αὐτ. ἐν τοῖς Ἀποσπ. 602. 40.
Spanish
Greek Monolingual
(ΑΜ θυσιάζω) θυσία
προσφέρω κάτι ως θυσία («ο Αγαμέμνων θυσίασε την Ιφιγένεια στην Άρτεμι»)
νεοελλ.
1. στερούμαι οικειοθελώς κάτι για χάρη κάποιου άλλου
2. πουλώ τόσο φθηνά σαν να χαρίζω κάτι («πες πως θυσίασα το κτήμα και όχι πως το πούλησα»)
3. μέσ. θυσιάζομαι
α) είμαι έτοιμος να υποστώ χωρίς ιδιοτέλεια τα πάντα για χάρη κάποιου άλλου
β) πεθαίνω για κάποιο σκοπό («θυσιάστηκε για την πατρίδα»).
Greek Monotonic
θῠσιάζω: μέλ. -σω, προσφέρω θυσία, σε Λυσ.
Middle Liddell
θῠσιάζω, fut. -σω
to sacrifice, Lys..
Léxico de magia
realizar un sacrificio ὁπόταν δὲ γενήται ἐν κριῷ, χαμαικοίτει πρὸ μιᾶς καὶ θυσιάσας ἐπίθυε τὰ ζʹ ἐπιθύματα cuando (la luna) se encuentre en Aries, duerme en tierra una noche antes y realiza un sacrificio quemando las siete sustancias aromáticas P XIII 350 οὕτω τούτῳ πάντοτε θυσίαζε καὶ τὰς εὐσεβείας πρόσφερε de este modo realiza los sacrificios siempre en su honor y ofrécele actos piadosos P XIII 716
Translations
sacrifice
Albanian: flijoj; Arabic: ضَحَّى; Armenian: զոհաբերել; Asturian: sacrificar; Belarusian: ахвяроўваць, ахвяраваць; Bulgarian: принасям в жертва; Catalan: sacrificar; Chinese Mandarin: 犧牲, 牺牲, 祭獻, 祭献; Czech: obětovat; Danish: ofre; Dutch: offeren; Esperanto: oferi; Estonian: ohverdama; Faroese: bjóða, geva gávu; Finnish: uhrata; French: sacrifier; Galician: sacrificar; Georgian: შეწირვა, მსხვერპლშეწირვა; German: opfern; Gothic: 𐌲𐌰𐍃𐌰𐌻𐌾𐌰𐌽; Greek: θυσιάζω; Ancient Greek: ἁγνίζω, ἀναρρύω, δράω, δρῶ, ἐκθύω, θυηλέομαι, θυηλοῦμαι, θυλέομαι, θυλοῦμαι, θυσιάζω, θυσίαν ἀναφέρω, θύω, ἱερεύω, ἱρεύω, ἱεροθυτέω, ἱεροθυτῶ, καταθύω; Hebrew: הקריב; Hindi: क़ुरबान करना; Hungarian: feláldoz; Icelandic: fórna, gefa til; Ido: sakrifikar; Italian: sacrificare; Japanese: 捧げる, 犠牲にする; Khmer: ហ័វ, ពលី, បូជា, សែន; Korean: 희생(犧牲)하다; Kurdish Central Kurdish: قوربان کردن; Lao: ພະລີ, ບູຊາ; Latin: sacrifico, condono; Latvian: upurēt, ziedot; Maori: raupanga, whakahere; Mongolian: тахил өргөх, тахих; Norwegian: ofre; Old English: offrian, blōtan; Polish: ofiarować, złożyć w ofierze; Portuguese: sacrificar; Romanian: sacrifica, jertfi; Russian: жертвовать, пожертвовать, приносить в жертву, принести в жертву; Sanskrit: यजति; Serbo-Croatian Cyrillic: жртвовати; Roman: žrtvovati; Slovak: obetovať, obetovať sa; Slovene: žrtvovati; Spanish: sacrificar; Swahili: kuchinja; Swedish: offra; Thai: พลี, บูชา; Turkish: kurban etmek; Ugaritic: 𐎄𐎁𐎈; Ukrainian: жертвувати; Vietnamese: hy sinh; Walloon: ofri, sacrifyî; Welsh: aberthu