Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυμπανισμός

From LSJ
Revision as of 16:15, 2 March 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Full diacritics=τυμπᾰν" to "Full diacritics=τῠμπᾰν")

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠμπᾰνισμός Medium diacritics: τυμπανισμός Low diacritics: τυμπανισμός Capitals: ΤΥΜΠΑΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: tympanismós Transliteration B: tympanismos Transliteration C: tympanismos Beta Code: tumpanismo/s

English (LSJ)

ὁ, beating of drums, drumming, as the Galli did in the worship of Cybele, Ar.Lys.388; in the Dionysus-cult, Str.15.1.8; as a superstitious practice, in plural, Plu.2.171b,338c.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de battre du tambour ; ministère des prêtres de Cybèle.
Étymologie: τυμπανίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμπανισμός -οῦ, ὁ [τυμπανίζω] het slaan op de tamboerijn.

German (Pape)

ὁ, das Paukenschlagen, Trommeln, Ar. Lys. 388; und weil dies bes. beim Gottesdienst der Cybele von ihren verschnittenen Priestern, den Gallen, geschah, dieser Gottesdienst selbst; dah. τυμπανισμοὶ ἐν ἀνδρογύνοις, unter Verschnittenen, Plut. de Alex. fort. 2.5, und öfter. – Das Schlagen mit Stöcken, Prügeln, Sp.

Russian (Dvoretsky)

τυμπᾰνισμός: ὁ культ.
1 барабанный бой Arph., Plut.;
2 перен. служение богине Кибеле Plut.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τυμπανίζω
η κρούση τύμπανου, τυμπανοκρουσία, η οποία κατά την αρχαιότητα γινόταν κυρίως στις τελετές προς τιμήν της Κυβέλης και του Διονύσου
νεοελλ.
1. ήχος τύμπανου
2. (ιατρ.-κτην.) α) ο τυμπανικός ήχος που παράγεται κατά την επίκρουση σημείων του σώματος
β) διόγκωση της κοιλιάς που προκαλείται από συσσώρευση αερίων στα έντερα ή στον στόμαχο, μετεωρισμός
3. μτφ. άγριος ξυλοδαρμός
αρχ.
1. συνεκδ. η ιεροτελεστία προς τιμήν της Κυβέλης
2. αποκεφαλισμός.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνισμός: ὁ, ἡ κροῦσις τυμπάνων, ὡς οἱ Γάλλοι ἐποίουν τυμπανίζοντες κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Κυβέλης, Ἀριστοφ. Λυσ. 328· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 652 κἑξ.· - ὅθεν καὶ αὐτὴ αὕτη ἡ λατρεία ἡ ἄλλως καλουμένη μητρῷα ἱερά, Πλάτ. 2. 171Β, 338C. 2) = ἀποκεφαλισμός, Ἀθαν. τ. 2, σ. 334C.

English (Woodhouse)

beating of drums

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)