ῥημάτιον

From LSJ
Revision as of 19:28, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥημάτιον Medium diacritics: ῥημάτιον Low diacritics: ρημάτιον Capitals: ΡΗΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: rhēmátion Transliteration B: rhēmation Transliteration C: rimation Beta Code: r(hma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of ῥῆμα, pet phrase, phrasicle, Ar. Ach.444,447, Nu.943:—also ῥηματίσκιον, τό, Pl.Tht.180a, Them. Or.21.253c.

German (Pape)

[Seite 840] τό, dim. von ῥῆμα, Wörtchen, kleines Wort, Ar. Ach. 419 Nub. 932; Luc. Hemot. 79.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit mot, petite phrase.
Étymologie: dim. de ῥῆμα.

Russian (Dvoretsky)

ῥημάτιον: (ᾰ) τό словечко Arph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ῥημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ῥῆμα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 444. 447, Νεφ. 943· -ὡσαύτως ῥημᾰτίσκιον, τό, Πλάτ. Θεαίτ. 180Α.

Greek Monolingual

τὸ, Α ῥῆμα, -ατος]
(υποκορ. τ. του ρήμα)
1. μικρή λέξη ή φράση
2. ασήμαντη, χωρίς ουσία, φράση
3. κοινή λέξη, συνηθισμένη έκφραση
4. (με υποτιμητική σημ.) φλυαρία, κενολογία.

Greek Monotonic

ῥημάτιον: τό, υποκορ. του ῥῆμα, χαϊδευτική διατύπωση, περίφραση, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ῥημάτιον, ου, τό, [Dim. of ῥῆμα
a pet phrase, phrasicle, Ar.