δραματουργός

From LSJ
Revision as of 13:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾱμᾰτουργός Medium diacritics: δραματουργός Low diacritics: δραματουργός Capitals: ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: dramatourgós Transliteration B: dramatourgos Transliteration C: dramatourgos Beta Code: dramatourgo/s

English (LSJ)

όν, contriver, μύσους J.BJ1.26.4.

Spanish (DGE)

(δρᾰμᾰτουργός) -όν
I ficticio, engañoso ἱστορίαι Iust.Phil.Or.Gr.3.5.
II subst. ὁ δ.
1 autor de dramas, dramaturgo dicho de Eurípides, Éupolis y Aristófanes, Sch.Luc.ITr.1
director del montaje escénico, fig. ref. a una persona intrigante manipulador ὅλου τοῦ μύσους I.BI 1.530.
2 criminal, fautor ὦ δραματουργὲ τοῦ φόνου τοῦ Δεσπότου Chr.Pat.1887, cf. 2208.

German (Pape)

[Seite 665] = δραματοποιός, Sp.; übh. Erfinder, Urheber, Ios.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
auteur dramatique.
Étymologie: δρᾶμα, ἔργον.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾱμᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) = δραματοποιός, Ἰουστῖν. Μ. πρὸς Ἕλλ. σ. 39. ΙΙ. ὁ κατεργαζόμενος, αἴτιος, μύσους Ἰώσηπ. Ι. Π. 1. 26, 4.

Greek Monolingual

ο, η (Α ως επίθ. δραματουργός, -όν)
νεοελλ.
δραματοποιός
αρχ.
1. δραματικός
2. δημιουργός, αίτιος, πρόξενος κάποιου πράγματος.

Greek Monotonic

δρᾱμᾰτουργός: -όν (*ἔργω), δραματικός ποιητής.

Middle Liddell

δρᾱμᾰτ-ουργός, όν adj [*ἔργω
a dramatist.