νεικεστήρ
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, wrangler: c. gen., one who wrangles with, ἐσθλῶν ν. Hes.Op. 716.
German (Pape)
[Seite 236] ῆρος, ὁ, der Zankende, Streitende, Scheltende, ἐσθλῶν, Hes. O. 718.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
querelleur, agresseur.
Étymologie: νεικέω.
Russian (Dvoretsky)
νεικεστήρ: ῆρος ὁ ругатель, хулитель (ἐσθλῶν Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
νεικεστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ φιλόνικος, κακολόγος ἄνθρωπος, κατήγορος, μετὰ γεν, ὁ ψέγων, κακολογῶν τινα, ἐσθλῶν ν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 714· - παρ’ Ἡσύχ.: «νεικέσσιος· πολέμιος».
Greek Monolingual
νεικεστήρ και, κατά δ. γρφ., νεικητήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. κατήγορος, επιτημητής
2. φιλόνικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νεικεσ- (πρβλ. απρμφ. αόρ. νεικέσ(σ)αι του ρ. νεικέω) + επίθημα -τήρ, δηλωτικό του δράστη ενέργειας, πρβλ. μνηστήρ, ναστήρ].
Greek Monotonic
νεικεστήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που καυγαδίζει με κάποιον άλλο, φιλόνικος, κακολόγος, φιλοκατήγορος άνθρωπος· με γεν., αυτός που κατηγορεί κάποιον, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
νεικεστήρ, ῆρος, ὁ,
one who wrangles with another, c. gen., Hes. [from νεικέω