παραγώγιον

From LSJ
Revision as of 15:08, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγώγιον Medium diacritics: παραγώγιον Low diacritics: παραγώγιον Capitals: ΠΑΡΑΓΩΓΙΟΝ
Transliteration A: paragṓgion Transliteration B: paragōgion Transliteration C: paragogion Beta Code: paragw/gion

English (LSJ)

τό, A toll levied on ships visiting a port, Philippid.17, IG11(2).163 A24 (Delos, iii B. C.), Milet.3 No.139.6 (iii B. C.), Plb.4.47.3, Poll.9.30. II well, source, Cod.Just.11.43.10.

German (Pape)

[Seite 475] τό, Durchgangszoll, den vorbei- od. durchfahrende Schiffe entrichten, Pol. 4, 47, 3, vgl. Poll. 9, 30.

Russian (Dvoretsky)

παρᾰγώγιον: τό пошлина за проезд (с пропускаемых судов) Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

παραγώγιον: τό, φόρος τις ὃν ἀπέτινον πλοῖα διερχόμενα διά τινος λιμένος (οἷον οἱ Ἄγγλοι κατέβαλλον ἄλλοτε εἰς τοὺς Δανοὺς ὡς «φόρον προσορμίσεως» Φιλιππίδ. ἐν «Συμπλεούσας» 2, Πολύβ. 4. 47, 3 Ἴδε διαγώγιον.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
μσν.
πηγή ή πηγάδι
αρχ.
λιμενικός φόρος τον οποίο κατέβαλλαν πλοία κατά τη διέλευση τους από ένα λιμάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -αγώγιον (< ἀγώγιον < ἀγωγός), πρβλ. κατ-αγώγιον].