ὁποσάπους
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, in indirect questions, how many feet long . ., Luc.Gall.9.
German (Pape)
[Seite 361] ποδος, wie vielfüßig, bes. wie viel Fuß lang, Luc. Gall. 9; vgl. Lob. Phryn. 663.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ὁποσάποδος
long de combien de pieds.
Étymologie: ὁπόσος, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ὁποσάπους: 2, gen. ποδος (ᾰ) relat. в сколько футов: ἐπισκοπῶν, ὁ. εἴη Luc. соображая, сколько в нем футов.
Greek (Liddell-Scott)
ὁποσάπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, = ὁπόσων ποδῶν· ― ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, πόσων ποδῶν τὸ μῆκος, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτ. 9.
Greek Monolingual
ὁποσάπους, -ουν (Α)
(σε πλάγ. ερώτ.) πόσων ποδών ως προς το μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + πούς, ποδός (πρβλ. οκτά-πους)].
Greek Monotonic
ὁποσάπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, πόσων ποδών μακρός, σε Λουκ.