σαγή

From LSJ
Revision as of 09:00, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰγή Medium diacritics: σαγή Low diacritics: σαγή Capitals: ΣΑΓΗ
Transliteration A: sagḗ Transliteration B: sagē Transliteration C: sagi Beta Code: sagh/

English (LSJ)

ἡ, a man's A pack, baggage, αὐτόφορτος οἰκεία σαγῇ, i.e. carrying his own baggage, etc., A.Ch.675; scrip, wallet, knapsack, Ion Trag.7: then, generally, harness, furniture, equipment, παντελῆ σαγὴν ἔχων A.Ch.560, cf. E.Rh.207; τοξήρης σ. Id.HF188; esp. armour, harness, S.Fr.1092 (prob.), cf. Ar.Fr.848, Men.1061, LXX 2 Ma.3.25; also in plural, φεράσπιδες σαγαί A.Pers.240 (troch.), cf. Th. 125 (lyr.), 391. II later = σάγμα ΙΙ, pack saddle, PGoodsp.Cair.30 xxxviii 16 (ii A.D.), Babr.7.12, Poll.1.185, 10.54; καμήλου J.AJ1.19.10; also the padding of a saddle, Str.15.1.20. (From σάττω: hence πανσαγία or πασσαγία.—On the accent, v. Hdn.Gr.1.309.)

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
το σύνολο τών εξαρτημάτων που τίθενται στα υποζύγια για ίππευση, για ζεύξη ή για φόρτωση
αρχ.
1. το φορτίο τών αποσκευών που ανήκουν σε οδοιπόρο («αὐτόφορτος οἰκείᾳ σαγῇ» — μεταφέροντας ο ίδιος τις αποσκευές του, Αισχύλ.)
2. οδοιπορικός σάκος, δισάκι
3. σκεύη, έπιπλα
4. οπλισμός («καὶ καλλίστῃ σαγῇ διακεκοσμημένος», ΠΔ)
5. σάγμα, σαμάρι
6. καθετί που γεμίζει το σάγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σαγ- βλ. λ. σάττω) + κατάλ. -ή (πρβλ. ταγ-ή)].

Greek Monotonic

σαγή: [ᾰ], ἡ (σάττω),
I. αποσκευές ενός ανθρώπου, φορτίο που περιέχει τα προσωπικά του αντικείμενα, αὐτόφορτος οἰκεία σάγη, δηλ. κουβαλώντας τις δικές του αποσκευές, σε Αισχύλ.· γενικά, ιπποσκευή, οπλισμός, εξοπλισμός, στον ίδ., σε Ευρ.
II. = σάγμα II, σαμάρι, σε Βάβρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαγή -ῆς, ἡ [σάττω] bepakking, bagage; spec. bewapening, uitrusting, ook plur.: πρέποντες δορυσσοῖς σαγαῖς opvallend door hun bewapening met snel bewegende speren Aeschl. Sept. 125.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
See also: s. σάττω.

Middle Liddell

σᾰγή, ἡ, σάττω
I. a man's pack, baggage, αὐτόφορτος οἰκείᾳ σαγῇ, i. e. carrying his own baggage, Aesch.: generally, harness, equipment, Aesch., Eur.
II. = σάγμα II, a pack-saddle, Babr.

Frisk Etymology German

σαγή: {sagḗ}
Grammar: f.
See also: s. σάττω.
Page 2,670

English (Woodhouse)

baggage, dress, equipment

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)