χθεσινός

From LSJ
Revision as of 16:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χθεσῐνός Medium diacritics: χθεσινός Low diacritics: χθεσινός Capitals: ΧΘΕΣΙΝΟΣ
Transliteration A: chthesinós Transliteration B: chthesinos Transliteration C: chthesinos Beta Code: xqesino/s

English (LSJ)

ή, όν, = χθιζός, κραιπάλη Luc.Laps.1 (wrongly given as Att. by Phryn.295, PS p.127 B.).

German (Pape)

[Seite 1354] gestrig, von gestern; Ar. Ran. 985 Vesp. 281; Luc. pro laps. 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. χθιζός.

Russian (Dvoretsky)

χθεσῐνός: Luc. = χθιζός.

Greek (Liddell-Scott)

χθεσῐνός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, οἱ δὲ χθεσινῆς κραιπάλης ἀνάμεστον ἔτι ᾤοντό με εἶναι Λουκ. ὑπέρ τοῦ Πταίσμ. 1. «κραιπάλη, ἡ χθεσινή μέθη» Ἀμμώνιος 85 «χθιζινὸν καὶ χθεσινόν· τὸ δὲ χθιζὸν Ὅμηρος» Α. Β. 73· πρβλ. χθιζός καὶ χθιζινός. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 332, 333.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χθεσινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και χτεσινός Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη ημέρα, που έγινε ή συνέβη χθες (α. «η χθεσινή γιορτή» β. «τῇ χθεσινῇ τραπέζῃ», Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
συνεκδ. πρόσφατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθές + κατάλ. -ινός (πρβλ. πρω-ινός)].

Greek Monotonic

χθεσῐνός: -ή, -όν, = χθιζός, σε Λουκ.

Middle Liddell

χθεσῐνός, ή, όν = χθιζός, Luc.]