ἐπιστολιμαῖος

From LSJ
Revision as of 22:40, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστολῐμαῖος Medium diacritics: ἐπιστολιμαῖος Low diacritics: επιστολιμαίος Capitals: ΕΠΙΣΤΟΛΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: epistolimaîos Transliteration B: epistolimaios Transliteration C: epistolimaios Beta Code: e)pistolimai=os

English (LSJ)

ον,
A in letters, of letters, epistolary, in the form of letters, συνουσίαι Philostr. VA4.46; ξυμβουλίαι ib.7.8; γράμματα Ph.2.533; δυνάμεις ἐπιστολιμαῖαι = forces promised by letter and decreed, but never sent, paper-armies, D.4.19.

German (Pape)

[Seite 985] im Briefe enthalten, brieflich, schriftlich, δυνάμεις, Kriegsmacht, die nur auf dem Papiere steht, nur in Briefen verheißen, nie geschickt wird, Dem. 4, 19; vgl. B. A. 253, 16. Oefter bei Sp., auch 3 Endgn, vgl. Lob. zu Phryn. p. 559.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
promis par une lettre, càd qui n'existe que sur le papier.
Étymologie: ἐπιστολή.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστολῐμαῖος: обещанный в письме (но не данный), оставшийся на бумаге, т. е. нереальный (δυνάμεις Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστολιμαῖος: -ον, ὁ δι’ ἐπιστολῶν, ὁ ἐν ἐπιστολαῖς, ὁ ἐν εἴδει ἐπιστολῆς, ἐπιστολικός, συνουσία Φιλόστρ. 187, πρβλ. 285· ἐπ. γράμματα Φίλων 2. 533, Εὐσ.: ― δυνάμεις ἐπ., δυνάμεις ὑπεσχημέναι δι’ ἐπιστολῶν καὶ ἐψηφισμέναι, ἀλλὰ μηδέποτε σταλεῖσαι, δυνάμεις ἐπὶ τοῦ χάρτου, Δημ. 45. 12, πρβλ. 48. 17.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιστολιμαῖος, -α, -ον)
αυτός που έχει γραφεί σε μορφή ή με διατύπωση επιστολής («επιστολιμαία διατριβή»)
αρχ.
φρ. «δυνάμεις ἐπιστολιμαῖαι» — στρατιωτικές δυνάμεις που έχει αποφασισθεί με ψηφοφορία να σταλούν και η απόφαση έχει γνωστοποιηθεί με επίσημη επιστολή στους ενδιαφερομένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + -μαίος (πρβλ. κλοπιμαίος, υποβολιμαίος.

Greek Monotonic

ἐπιστολιμαῖος: -ον, επιστολικός, προστεταγμένος, διατεταγμένος, παρηγγελμένος· δυνάμεις ἐπ., ενισχύσεις που ψηφίστηκαν, αλλά ποτέ δεν στάλθηκαν, δυνάμεις στα χαρτιά μόνο, σε Δημ.

Middle Liddell

ἐπιστολιμαῖος, ον [from ἐπιστολή
commanded:— δυνάμεις ἐπ. forces decreed, but never sent, paper-armies, Dem.