σινίον
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
(parox.), τό, late word for sieve, Id. (cf. σεννίον).
German (Pape)
[Seite 883] τό, das Sieb, mit allen seinen Ableitungen ein spätes Wort, von dem schwerlich vor dem N. T. eine Spur vorhanden ist.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
crible.
Étymologie: σίνος.
Greek (Liddell-Scott)
σινίον: τό, λέξις μεταγενεστ. σημαίνουσα κόσκινον· οὕτω σινιαστήριον, τό, Ἡσύχ., σινίατρον, Συντίπας παρὰ τῷ Δουκάγγ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 131.
Greek Monolingual
και σεννίον, τὸ, ΜΑ
το κόσκινο, η κρησάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εξαιρετικά αμφίβολη φαίνεται η σύνδεση του τ. με το ρ. σήθω «κοσκινίζω»].
Greek Monotonic
σινίον: τό, κόσκινο (άγν. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: κόσκινον H.
Other forms: = σεννίον PRyl. 139, 9 Ip?
Derivatives: Aor. σινιάσαι to sift, to sieve (Ev. Luc. 22, 31, H., Phot., EM, Suid., gloss.) with σινί-ασμα n. = ῥυπαρία τοῦ σίτου (gloss.), -ατήριον κόσκινον H. Also σείνιος τόπος sieving, winnowing area (pap. IVp) ?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Isolated. Connection with σήθω, σάω, διαττάω (s. vv.) seems impossible (unless itacistic for *σηνίον with G. Meyer Alban. Stud. 3, 42 f.). -- The variation seems to point to a Pre-Greek word; Furnée 357.
Middle Liddell
σινίον, ου, τό,
a sieve. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
σινίον: {siníon}
Meaning: κόσκινον H. (= σεννίον PRyl. 139, 9 Ip?).
Derivative: Davon Aor. σινιάσαι sieben, sichten (Ev. Luk. 22, 31, H., Phot., EM, Suid., Gloss.) mit σινίασμα n. = ῥυπαρία τοῦ σίτου (Gloss.), *ατήριον· κόσκινον H. Auch σείνιος τόπος ‘Sieb-, Worfelraum' (Pap. IVp) ?
Etymology: Isoliert. Verbindung mit σήθω, σάω, διαττάω (s. dd.) scheint nicht möglich (wenn nicht itazistisch für *σηνίον mit G. Meyer Alban. Stud. 3, 42 f.).
Page 2,708
Mantoulidis Etymological
τό (=κόσκινο). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τά σήθω (=κοσκινίζω), σάω (=κοσκινίζω).
Παράγωγα: σινιάζω (=κοσκινίζω), σινίασμα (=τό ἄχυρο).