μάλαγμα

From LSJ
Revision as of 13:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάλαγμα Medium diacritics: μάλαγμα Low diacritics: μάλαγμα Capitals: ΜΑΛΑΓΜΑ
Transliteration A: málagma Transliteration B: malagma Transliteration C: malagma Beta Code: ma/lagma

English (LSJ)

[μᾰ], ατος, τό, (μαλάσσω) A emollient, Thphr.Od.59, Gal. 13.946, PCair.Goodsp.30 X 6 (ii A. D.), etc. II soft materials, padding, used in sieges to blunt the force of engines and weapons, Ph.Bel.91.7, 95.47; μ. τῆς ἀντιτυπίας Plu.2.618f, cf. Pl.Ti.70d, ap. Longin.32.5; μαλάγματος χάριν for padding, Ruf. ap. Orib.49.28.10; μ. ἕνεκα, of a shirt worn under armour, Sch.Il.21.31.

German (Pape)

[Seite 88] τό, das Erweichende, bes. ein Pflaster, ein Umschlag zur Erweichung verhärteter Theile, Medic. – Uebh. ein welcher Körper, den Stoß eines harten aufzufangen u. zu schwächen, τῆς ἀντιτυπίας, Plut. Symp. 1, 2, 6; gegen Belagerungsmaschinen angewandt, Philo poliorcet.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
plastron pour amortir les coups.
Étymologie: μαλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

μάλαγμα: ατος (ᾰλ) τό приспособление для смягчения ударов: μ. τῆς ἀντιτυπίας Plut. предохранитель для ослабления силы ударов.

Greek (Liddell-Scott)

μάλαγμα: τό, (μᾰλάσσω) μαλακτικὸν φάρμακον, κατάπλασμα, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 61, κτλ. ΙΙ. μαλακὰ πράγματα, δηλ. σακκία διφθέρινα πλήρη μαλλίων ἢ φρυγάνων, ἃ μετεχειρίζοντο οἱ πολιορκούμενοι ὅπως ἀμβλύνωσι τὴν ὁρμὴν τῶν μηχανῶν καὶ ὅπλων τῶν πολεμίων, ὡς τὸ Λατ. cilicia, Φίλων. Πολιορκ. 91 καὶ 95· μ. τῆς ἀντιτυπίας Πλούτ. 2. 618F· -οὕτω καὶ ὁ Λογγῖν. ἐν 32. 5 μνημονεύει ἐκ τοῦ Πλάτ. (Τίμ. 70C) μάλαγμα, ἔνθα τὰ νῦν Ἀντίγραφα ἔχουσιν: ἅλμα μαλακόν. -Καθ’ Ἡσύχ.: «μάλαγμα· ἴαμα, ἄθροισμα, βούνισμα».

Greek Monolingual

το (AM μάλαγμα) μαλάσσω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαλάζω, η μάλαξη, το μαλάκωμα
νεοελλ.
πλέγμα από σχοινιά που κρέμεται στα πλάγια μέρη του πλοίου για να εμποδίζει τις ζημιές που μπορούν να προκληθούν από πρόσκρουση σε άλλα πλοία ή στις προβλήτες
μσν.
1. κατεργασμένο μέταλλο
2. μάλαμα
μσν.-αρχ.
μαλακτικό φάρμακο, κατάπλασμα
αρχ.
κάθε μαλακό σώμα που χρησιμεύει για να αμβλύνει και να εξουδετερώνει τις προσκρούσεις με άλλο σώμα, ιδίως σάκος γεμάτος μαλλιά ή ράκη ή φρύγανα που χρησιμοποιούσαν οι πολιορκούμενοι για άμβλυνση της δύναμης πολιορκητικής μηχανής.