χερνίπτομαι

From LSJ
Revision as of 14:30, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερνίπτομαι Medium diacritics: χερνίπτομαι Low diacritics: χερνίπτομαι Capitals: ΧΕΡΝΙΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: cherníptomai Transliteration B: cherniptomai Transliteration C: cherniptomai Beta Code: xerni/ptomai

English (LSJ)

fut. A χερνίψομαι E.IT622: Med.: (χείρ, νίζω):—wash one's hands with holy water, esp. before sacrifice, χερνίψαντο δ' ἔπειτα Il.1.449; αὐτός γε χερνίπτου Ar.Pax961; ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς χέρνιβος Lys.6.52. 2 sprinkle with holy water, purify or dedicate thereby, χαίτην E.l.c. II Act. χερνίπτω, sacrifice, only Lyc.184:—aor. Pass. χερνιφθείς = dedicated, AP6.156 (Theodorid.).

German (Pape)

[Seite 1350] med., sich die Hände mit Weihwasser waschen, was bes. vor dem Opfern geschah; χερνίψαντο Il. 1, 449; mit Weihwasser besprengen, dadurch reinigen u. weihen, χαίτην ἀμφὶ σὴν χερνίψομαι Eur. I. T. 607, wie Ar. Pax 926 beim Opfer; ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς χέρνιβος Lys. 6, 52; bei Theodor. 6 (VI, 156) ist χερνιφθέντα nicht recht klar, ob es pass. od. akt. zu nehmen, es scheint aber »geweiht« zu bedeuten, wie Lycophr. 184 das act. für »opfern« braucht.

French (Bailly abrégé)

f. χερνίψομαι, ao. ἐχερνιψάμην, pf. inus.
1 se laver les mains avec l'eau lustrale avant le sacrifice;
2 laver ou purifier avec l'eau lustrale, acc..
Étymologie: χέρνιψ.

Russian (Dvoretsky)

χερνίπτομαι: культ.
1 умывать руки освященной водой (преимущ. перед жертвоприношением) Hom., Arph., Lys., Dem.;
2 окроплять освященной водой (χαίτην Eur.; βοῦς χερνιφθείς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χερνίπτομαι: μέλλ. -ψομαι, Εὐρ. Ι. Τ. 622. - Μέσ.· (χείρ, νίζω). Νίπτω τὰ χεῖράς μου δι’ ἡγιασμένου ὕδατος, μάλιστα πρὸ τῆς θυσίας, χερνίψαντο δ’ ἔπειτα Ἰλ. Α. 449· αὐτός τε χερνίπτου Ἀριστοφ. Εἰρ. 961· ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾶς χέρνιβος Λυσί. 108. 1, πρβλ. Δημ. 505. 14. 2) ῥαντίζω δι’ ἡγιασμένου ὕδατος, καθαρίζω, ἐξαγνίζω ἢ καθιερῶ δι’ αὐτοῦ, χαίτην Εὐρ. Ι. Τ. 607. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. χερνίπτω, θυσιάζω, μόνον ἐν Λυκόφρ. 184. - Παθητ. χερνιφθείς, καθιερωθείς, ἀφιερωθείς, Ἀνθ. Π. 6. 156.

English (Autenrieth)

only aor., χερνίψαντο, washed their hands, Il. 1.449†.

Greek Monolingual

και ενεργ. τ. χερνίπτω Α
1. νίπτω, πλένω τα χέρια μου με ιερό νερό πριν από θυσία («εἰσῆλθεν εἰς τὸ Ἐλευσίνιον, ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾱς χέρνιβος», Λυσ.)
2. ραντίζω με ιερό νερό, εξαγνίζω
3. (το ενεργ.) θυσιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τ. ο οποίος έχει σχηματιστεί πιθ. από τη λ. χέρνιψ, -ιβος κατ' επίδραση του ρ. νίπτω.

Greek Monotonic

χερνίπτομαι: μέλ. -ψομαι (χείρ, νίζω
1. Μέσ., πλένω τα χέρια μου, ιδίως, πριν από θυσία, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. ραντίζω με αγιασμένο νερό, εξαγνίζω ή καθαρίζω με αυτό, σε Ευρ.

Middle Liddell

χερνίπτομαι, χείρ, νίζω
Mid.
1. to wash one's hands, esp. before sacrifice, Il., Ar., etc.
2. to sprinkle with holy water, purify or dedicate thereby, Eur.

Mantoulidis Etymological

(=πλένω τά χέρια μου μέ ἁγιασμένο νερό, καθαρίζω, ἐξαγνίζω). Ἀπό τό χέρνιψ -ιβος → χείρ + νίζω (=πλένω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.