τόπιον
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
τό, A = τόπος 1.1,5, field, PLond. 1.131.199 (i A. D.); ἄγιον τόπιον = holy place, i.e. monastery, ib.77.25 (vi A. D.); burial-place, tomb, written τόπην MAMA3.81 (Diocaesarea), 372 (Corycus); τόπιν ib.168 (Corasium). II topia, neut. pl., artistic representation in which natural or artificial features of a place are used as the medium, Vitr.7.5.2: so, opus topiarium, Plin.HN16.140, al.
German (Pape)
[Seite 1129] τό, dim. von τόπος, Oertchen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
τόπιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τόπος, μικρὸς τόπος, Βυζ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ, και τόπιν Μ τόπος
αγρόκτημα
μσν.
φρ. «ἅγιον τόπιον» — μοναστήρι πάπ.
αρχ.
1. τάφος, μνήμα
2. στον πληθ. τὰ τόπια
καλλιτεχνική παρουσίαση ενός τόπου με τη χρησιμοποίηση φυσικών γνωρισμάτων του ή μνημείων τέχνης που βρίσκονταν σ' αυτόν.