ἐχενηΐς
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ΐδος, contr. ἐχενῇς, ῇδος, ἡ, (ναῦς) A ship-detaining, ἄπλοιαι A.Ag.149 (lyr.); ἄγκυρα AP6.27.5 (Theaet.); γαλήνη Nonn.D.13.114. II a small fish, supposed to have the power of holding ships back, Arist. HA505b19, Opp.H.1.212, Plin.HN9.79; in form ἐχεναΐς, = Lat. remora, Donat. ad Ter.Andr. 739, Eun.302.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
qui arrête ou retient les vaisseaux.
Étymologie: ἔχω, ναῦς.
German (Pape)
ΐδος, ἡ, das Schiff, ναῦς, zurückhaltend, hemmend, von widrigen Winden, Aesch. Ag. 145; vom Anker, Theaet.Schol. 1 (VI.27); von der Windstille, Nonn. D. 13.114. – Bei Arist. H.A. 2.14 Opp. Hal. 1.212 Plut. Symp. 2.7 ein Meerfisch, der Schiffhalter, remora.
Russian (Dvoretsky)
ἐχενηΐς: ΐδος ἡ рыба прилипало, ремора (предполож. Echeneis remora, Leptecheneis naucrates или Remoropsis brachyptera L; в древности ей приписывалась способность задерживать корабли, к которым она прикреплялась своей овальной присоской) Arst., Plut.
ΐδος, стяж. ἐχενῇς, ῇδος adj. f
1 задерживающая корабли (ἀντίπνοοι ἄπλοιαι Aesch.);
2 останавливающая суда (ἄγκυρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐχενηΐς: ΐδος, συνῃρ. -νῇς, ῇδος, ἡ, (ναῦς) ὁ κρατῶν τὰς ναῦς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 149 (ἴδε ἄπλοια)· ἄγκυρα Ἀνθ. Π. 6. 27· γαλήνη Νόνν. Δ. 13. 114. ΙΙ. μικρὸς ἰχθύς, περὶ οὗ ἐπιστεύετο ὅτι εἶχε τὴν δύναμιν νὰ κρατῇ ὀπίσω τὰ πλοῖα, remora, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 14, 4· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 212., Πλιν. Ν. Η. 9. 25. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 120.
Greek Monotonic
ἐχενηΐς: -ΐδος, συνηρ. -νῇς, -ῇδος, ἡ (ναῦς), αυτός που εμποδίζει, καθυστερεί τα πλοία, άγκυρα, σε Αισχύλ., Ανθ.